Ο γιατρός μου, ένας απ’ τους -τέλος πάντων- (σ’ αυτές τις ηλικίες διευρύνονται οι γνωριμίες σου με βαριά μονοψήφιο αριθμό ειδικοτήτων), μελετάει τα πορίσματα χωρίς να κουνάει μάτια, φρύδι, μύτη, έστω έναν μυ προσώπου. Υποθέτω πως κι αυτό τους το μαθαίνουν ανάμεσα σε ανατομίες, καρδιολογίες και άλλες -ίες. Δύσκολο μάθημα, ειδικά για τον απέναντι. Εκείνοι στραβά κουτσά το πήραν το πεντάρι (ο δικός μου μάλλον ξεγυρισμένο άριστα), εσύ μπορεί να κοπείς αναπάντεχα όταν τελειώσει η σιωπή τους κι ας λες ’μα ήμουν διαβασμένος’. Παπάρια ήσουν.
Στον τοίχο δεξιά του έχει τα τρόπαια. Πτυχία, κόντρα πτυχία, κόντρα σφραγίδες και βαριά ονόματα, κάτι Oxford, κάτι Radcliffe, κάτι Ann Arbor, βαρέθηκα να διαβάζω κι άλλο, το θέμα είναι να μπορεις να καταλάβεις τι σκέφτεται εκείνος όσο διαβάζει δείκτες και νούμερα, όχι τα παράσημά του. Μ’ αυτά, ας είναι και περισσότερα από βορειοκορεάτη στρατηγού, δεν σώνεσαι.
Στον τοίχο πίσω του έχει φωτογραφίες. Όχι αυτές που φαντάζεσαι. Μόνο σε μια είναι ο ίδιος, ανάμεσα σε άλλους πενήντα με άσπρες στολές, σε κάτι σκαλιά μπροστά από ένα γκρι κτίριο που μοιάζει με το Overlook αλλά ελπίζω ότι δεν είναι. Στα άλλα κάδρα ο Μίκης, ο Μάνος, ο Βελουχιώτης, ο Παπανικολάου -τον ξέρω, τον είδα και σε γραμματόσημα αυτόν-, ο Φρανκ Ζάππα, ο B.D.Foxmoor (είπαμε είμαι μεγάλος, δεν είμαι και σαν την Πελοπόννησο, κάτι θυμάμαι) κι ένας αρχαίος που κάθεται σταυροπόδι και δεν τον ξέρω. Θα τον ρωτήσω μετά, αν μου μείνει σάλιο στο στόμα. Τώρα στέγνωσα.
Σηκώνει το βλέμμα από τα χαρτιά, ανοίγει το λάπτοπ. Ανάμεσά μας το γραφείο του και σιωπή. Πηχτή σαν παγωμένο βούτυρο, κατάψυξης. Να θυμηθώ, μετά, να τον ρωτήσω γιατί έχει κλιματισμό στο γραφείο και στην αίθουσα αναμονής. Εντελώς παραπανίσιο, ακόμη κι αν έχει 45 βαθμούς έξω. Αφού τα χέρια μας και τα πόδια και το μέσα μας ξεπαγιάζουν όσο περιμένεις να σε κοιτάξει και να ανοίξει το στόμα του.
Είναι δεν είναι σαρανταπεντάρης, αν δω τον αριθμό μητρώου του στη σφραγίδα θα βεβαιωθώ αλλά τόσο αδιάκριτος δεν είμαι, όχι σήμερα. Ωραίος τύπος. Mαλλί καστανόξανθο, χτενισμένο α-λα Τζέρεμι Άιρονς. Χακί σκούρο παντελόνι και τι-σερτ. Σήμερα έχει στάμπα κάποιον που μοιάζει με τον Τζέρι Γκαρσία αλλά δεν είμαι σίγουρος, να θυμηθώ να τον ρωτήσω και γι’ αυτό μετά.
Το ιατρείο μυρίζει ωραία. Καθαρίλα και μια ανεπαίσθητη αύρα antiseptic fragrance. Από τις καθησυχαστικές, όχι τις φτηνιάρικες. Πού στο διάολο τα φτιάνουν αυτά τα αρώματα, δεν θα τον ρωτήσω και γι’ αυτό, έχει άλλους δυο -ήδη- στην αίθουσα αναμονής έξω, αν αρχίσω να ρωτάω θα γίνουν τέσσερις και τόσο μισάνθρωπος δεν είμαι. Όχι σήμερα, πάντως.
Γυρίζει και με κοιτάζει. Γαμώ τα βλέμματά σας γιατροί. Ούτε όταν με κοίταξε χαμογελαστή η άλλη στα δώδεκα δεν μου κόπηκαν τα πόδια έτσι. Αυτός δεν χαμογελάει τώρα αλλά -παραδόξως- δεν είναι σκιαχτικός. Η άλλη στα δώδεκα ήταν, τρεις νύχτες δεν έκλεισα μάτι κι ας μη μου είπε κουβέντα το μαλακισμένο. Ούτε κι εγώ της είπα.
’Negative’.
‘Δηλαδή;’
‘Δηλαδή αρνητικό δηλαδή, και οι δυο σας’
Όταν έμμεσα αμφισβητούν την οξφορδοσύνη μου θέλω να σκοτώσω άνθρωπο αλλά όχι σήμερα, όχι αυτόν, αυτούς τους χρειαζόμαστε κι ας μη θέλουμε παρτίδες μαζί τους αλλά δεν μας ρώτησε και κανείς για το τι θέλουμε.
’Δηλαδή όλα καλά’
’Ναι ρε, σαν τι περίμενες δηλαδή; Αφού στο είχα πει, όλα καλά θα είναι’
’Με μισή ώρα μουγκαμάρα όσο κοιτάς τις εξετάσεις τι ήθελες να περιμένω;’
‘Tρία λεπτά έκανα δεν έκανα, σοβαρέψου λίγο’
’Το ίδιο κάνει’
΄Να σου πω…’
Εδώ είμαστε. Έχει απορίες. Κάτι δεν του πολυάρεσε απ’ αυτά που είδε. Ή η φάτσα μου τώρα, δεν μπορώ να δω τι χρώμα έχω.
’Ναι, τι;’
‘Aπό τα μέρη σας ήταν ο Άκης Πάνου, έ;’
Kαλά κάνει κι έχει αναμμένο κλιματιστικό. Φουντώνεις εκεί που δεν το περιμένεις. Αλλά δεν τους σκοτώνεις, τους χρειάζεσαι. Και τους αγαπάς, όταν δεν ασχολούνται μαζί σου και με τα άντερά σου και με τα στομάχια σου και με το πάγκρεάς σου και με τα ελικοβακτηρίδιά σου και με τα άλλα εξωτικά του εσωτερικού σου κόσμου.
‘ Όχι, παντρεύτηκε ντόπια και έζησε στα μέρη μου, όσο πρόλαβε δηλαδή’
’Σπουδαίος bluesman, μοναδικός, πολύ μεγάλος΄
Θέλω να ανάψω τσιγάρο. Θέλω πολύ ν΄ ανάψω ένα τσιγάρο. Τώρα. Αλλά τα άφησα στο αυτοκίνητο, πέντε τετράγωνα μακριά, να βλέπει θάλασσα. Να μην αγχώνεται κι εκείνο στην αναμονή για το αφεντικό του.
’Ήταν, ναι. Τελειώσαμε;’
‘Aπό μένα ελεύθερος αλλά κάθε φορά που σε βλέπω είσαι στην τσίτα, να κάνεις κάτι με το άγχος σου, παίρνεις κάτι;’
‘Zanax, έχεις κάτι καλύτερο;’
‘Nα βάλεις ν’ ακούσεις το Hot Rats στην επιστροφή, αρκεί’
Τους αγαπώ αυτούς τους γιατρούς που συνταγογραφούν έτσι. Αν μπορούσα φεύγοντας θα τους φίλαγα κιόλας. Δεν προλαβαίνω, σηκώνεται και με φιλάει αυτός, ’τα ξαναλέμε το 2018 κι ακόμη πιο αργά, καλό δρόμο’.
Όχι, δεν θα φύγω με απορίες. Του δείχνω το τι-σερτ του.
’Ποιος είναι αυτός; ο Γκαρσία;’
‘O Μαρξ. Πιο ροκ’
Λογικό, μη πας κόντρα με γιατρούς. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις κερδισμένος.
Πριν ανοίξω την πόρτα δείχνω και το κάδρο στον τοίχο, αυτόνανε τον αρχαίο με το σταυροπόδι.
’Κι αυτός;’
’‘Ο John Snow. Αλλά καμία σχέση, αυτός εδώ πίσω είναι ο ορίτζιναλ, δικός μας’
Ωραία ράτσα. Ειδικά όταν σε ξεπροβοδίζουν με ένα ’Negative’ πεσκέσι.