Σε ένα σπίτι με αυλή και μια ροδακινιά, έμεναν τρεις φυλές μυρμηγκιών. Κάτι κόκκινα με βυσινιά κοιλιά, ταχύτατα, στο δέντρο, μαύρα αργοκίνητα με μεγάλες δαγκάνες στο χώμα, και κάτι ψιλά ξανθωπά στην κουζίνα. Τα πιο έκθετα ήταν τα ξανθά, επειδή κανένα δεν ζούσε για να βγάλει πτερά και να γονιμοποποιήσει την βασίλισσα, και λιγόστευαν συνεχώς. Έξω, ο πόλεμος μαύρων και κόκκινων έφτασε σε ακρότητες, καθώς μάλωναν με το παραμικρό κι έκλεβε το ένα τα αβγά του άλλου. Επιπλέον, τα κόκκινα κολλούσαν συχνά στις σταγόνες από τις ροδακινιές και δεν μπορούσαν να αρμέξουν σωστά τις μελίγκρες. Ώσπου ένας κόκκινος που έπεσε από ένα φύλλο στο μπαλκόνι της κουζίνας, βρίσκει τα ξανθά και τους μηνάει (μιλούσαν ενώνοντας τις κεραίες τους) «ώρα να βγείτε στο μεϊντάνι μαζί μας, να πάψουν οι μαυροδόντηδες να μας κόβουν τους σπόρους και εμείς να τρώμε φάρμακα και αροξόλι».
Μερικά ξανθά την πάτησαν και βγήκαν από το κινάλι (έτζι έλεγαν το νεροχύτη) και το δημάρι (έτσι έλεγαν τα κενά πίσω από τα πλακάκια) αλλά και από την Αποικία (ή το «απίκου», καθώς έλεγαν εκείνα που είχαν απομείνει λίγα, καθώς ήταν πολλές γενιές ορφανά) και έφτασαν στη ροδακινιά με τες μελίγκρες. Αλλά εκείνες ήταν τετραπλάσιες και δεν μπορούσαν να τις αρμέξουν. Ωστόσο, ξεθαρρεμένα τα κόκκινα κατέβηκαν από τη ροδακινιά (στη γλώσσα τους λέγεται «το δέντρο των ευπίστων») για να νικήσουνε τους μαυροδαγκωνιάρηδες.
Αλλά ο μύθος δεν διαδραματίζονταν στην Ελλάς ή στα εύκρατα, αλλά το Σουδάν και σαπέρα, οπότε ο νοικοκύρης του σπιτιού βαρέθηκε να περιμένει τις ΜΚΟ να του υπόσχονται εντομοκτόνα και έφτιαξε παγίδα τη λεγόμενη «του Σερενγκέτι» και έπιασε έναν μυρμηγκοφάγο που τον έλεγαν Αντήτερ κι εκείνος έφαγε όλες τις φυλές των μυρμηγκιών στην αυλή, κι ο νοικοκύρης έψησε τον Αντήτερ για να τον φάει και έφερε στην αυλή σαλιγκάρια.