Οι εμίρηδες μπαινόβγαιναν με τις φελούκες τους στο Αιγαίο, συμμαχώντας με Ρωμαίους μαγνάτους που διεκδικούσαν μια άχαρη εξουσία. Πρόσφυγες συνωστίζονταν στη χερσόνησο των Ερυθρών και καλόγεροι από το Όρος τους έπαιρναν να δουλεύουν τα χωράφια τους.
Οι Σέρβοι ξεφαντωμένοι κατέβαιναν με λαμπρά συνοικέσια, γεμίζοντας δυναμάρια την ύπαιθρο έως τη Θεσσαλία, ενώ οι Βούλγαροι, αδυνατισμένοι, φύλαγαν τα στενά των συνόρων τους.
Ώσπου να τελειώσει ο δέκατος τέταρτος αιώνας, ο Σισμάν, οι Σέρβοι πρίγκηπες στο Κόσσοβο και οι Ρωμαίοι της Σαλονίκης, ήταν πρόσφατο παρελθόν, καθώς οι Οθωμανοί από την Τζύμπη της Καλλίπολης όρισαν πρωτεύουσα την Αδριανούπολη και κατέλαβαν ειρηνικά ή δορυάλωτα τα μέσα Βαλκάνια και τη Θεσσαλονίκη.
Δυό μεγάλοι εμφύλιοι, των Ανδρονίκων πρώτα, του κυρ-Γιάννη Κατακουζηνού με την φάρα των Παλαιολόγων μετά, αλληλοσφάχτηκαν βοηθημένοι από παροδικούς συμμάχους, ενώ σιδερωμένοι ευγενείς, άλλοτε κουρταλούσαν την θύρα των Βλάχων, κι άλλοτε πάντρευαν τις δυχατέρες τους με οθωμανικά και σέρβικα γερόντια.
Η Ελένη Στεφάνου Δουσάν ήρθε κι έμεινε στον Άθωνα για μήνες, ενώ οι Ησυχαστές, αναζητώντας το Θαβώρειο φως, κέρδιζαν τις συνόδους ενάντια στον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, δάσκαλο των ελληνικών στον Πετράρχη.
Οι ευγενείς, ήτοι αυτοί που άντεχαν να πληρώνουν αλυσιδωτά σουσάνια και έφιπποι να μετέχουν σε μάχες, αλληλοσκοτώθηκαν, όπως ο Κουμάνος Σιτζιάν, ο Συργιάννης και ο ναύαρχος Απόκαυκος που συνέλαβε στην Πόλη τους οπαδούς του Κατακουζηνού και πήγε στη φυλακή τους να καυχηθεί, οπότε οι αιχμάλωτοι πονηρά τον άδραξαν από τον σβέρκο ανάμεσα στα κάγκελα και τον απέπνιξαν, κι ήταν κάπου τριακόσιοι, οπότε οι τοξότες της Αυλής έβγαλαν τη στέγη που τους φύλαγε από τη βροχή και τους εκτέλεσαν μέχρις ενός.
Κι αυτά, ενώ ο Παλαμάς, ο πνευματικός ηγέτης των Ησυχαστών, περίμενε υπομονετικά έξω από τη Μητρόπολη που δεν τον δέχονταν οι διοικητές και ο λαός και ξέσπασε ένα ρέμπελο, των Ζηλωτών, που δεν άφησε ρουθούνι φίλων του Κατακουζηνού, στην πολιτεία, και κυβέρνησε έτη επτά, απαλλοτριώνοντας μέγαρα και κτήματα ευγενών και καλογέρων, ώσπου τους έδεσαν με πραξικόπημα.
Σ΄ολον τον αιώνα, η Τέχνη απογειώνονταν, η αρχιτεκτονική επίσης, κανείς δεν ήταν κανενός και ένα συρίγγιο δούλευε μέσα στις καρδιές: η Ρωμανία θα την έπαιρνε ο διάολος επειδή ήταν πολλά τα κρίματά της και θα τούρκευαν άπαντες, υπέρ των φουσάτων των σουλτάνων που ζητούσαν υποταγή και υπόσχονταν να κρατηθεί η πίστη τους, έναντι μιας συμβολικής δεκάτης.
Κι αν δεν ήρχονταν ο Σαχίμπ Τιμουρλέγκης, με την ρωμέικη γραμματεία να κλείσει τον Μπαγιαζήτη σε κλουβί και να τον περιφέρει, πριν καλομπεί ο δέκατος πέμπτος αιώνας, η Ρωμανία θα έπεφτε. Τελείως.
Άρα, σωστά ανήμερα της Μεταμορφώσεως του κυρίου και της μήνης ακτίστου φωτός που τον περιέβαλε, μας πιάνει ένα σύγκρυο, μια χλαμπάτσα και μια πένθιμη σκιά.