Όποτε ανεβαίναμε στο κεντράκι δίπλα στο μαύρο άγαλμα, δεξιά τω εξερχομένω από τα Γιαννιτσά, ήταν έθιμο να χαιρετήσουμε τον Λαομέδο, γνωστό του πατέρα μου, άγνωστον κατά τα άλλα. Το κεντράκι είχε πίστα και βραχνά μεγάφωνα. Αλλά για κάποιον λόγο, σκεφτόμουν «Λαομέδος» πάντα με μουσική υπόκρουση.
Εδώ και άπειρα χρόνια, πάντως σίγουρα από τις μάχες της Κορέας και δώθε, τα μεγάφωνα μετέδιδαν μουσική στον ξύπνο μου, πάντα με επικρατούσες οπερέτες και «παλιά ελληνικά τραγούδια» στο μνημονικό μου, που πάντα σχολιάζονταν από τους γονείς μου υμνητικά, ιδίως η Κάκια Μένδρη, η Δανάη και σπανιότερα ο Πολυμέρης. Με το άκου-άκου, απέκτησα εσωτερική εγκατάσταση ήχου με δύο τουλάχιστον ηχεία. Αυτά με ξυπνούσαν παραδοσιακά, έως την εφηβεία, οπότε και άνοιγα τα μάτια σπεύδοντας να ανοίξω το μπομπινόφωνο ώστε οι Τρογκς, οι Χόλις και το γνωστό δίδυμο Μπίτλις-Στόνς να πλαισιώσει τον καφέ και το τσιγάρο.
Πέρασε καιρός ολόβωβος, ώσπου προέκυψε ο ύπνος της πανδημίας. Θυμάμαι σπάνια τα όνειρα που βλέπω, αλλά παραδόξως κυριαρχούν ως αφύπνιση τα μεγάφωνα στο κεντράκι έναντι του Λαομέδου και πριν το μαύρο Άγαλμα. Αρνούμαι να δεχτώ πως είμαι ζωντανός αν δεν μου τρυπανίσει το μυαλό το «δεν σ΄ερωτεύομαι/ μαζί σου κι αν πλανεύομαι» ή το, προφανώς επτανησιακής κοπής «Κίμινο, κίμινο, κίμινο/ μας βαλάντωσες,/ φόρτε το μαντολίνο/ πολύ μας σκλάβωσες./ Ζουμπούλι μου μαβί μαβ,/ καμέλια μου μπελ φιόρε/ σε μένα λες πως μ’ αγαπάς/ κι αλλού κάνεις αμόρε./ Όλοι σε λένε μέλισσα/ μα εγώ σε λέω σφήκα,/ έχεις της σφήκας το κεντρί/ της μέλισσας τη γλύκα.»