Ο Έρως στα χρόνια του Πιπινέλη
03-08-2019

Πριν φτάσεις στο Εσέκ Ντερέ, έξω από τα Γιαννιτσά, κι αφήνοντας τα οθωμανικά ρημαγμένα του Ταλαμπάς, είχε κατι μαλακά λοφάκια και μια ρηχή ρεμματιά. Στο ψηλότερο σημείο κοντά στη δημοσιά, δέσποζε ένα πολυβολείο. Εκεί που καπνίζαμε ελεύθερα, ακόμη και καπνό από καπνά γειτόνων. Δεν ήταν εύκαιρο πάντοτε το ροζ η θαλασσί τσιγαρόχαρτο που μοίραζαν στους καπνοπαραγωγούς, αλλά χλωρός χοντροκομμένος καπνός πάντα υπήρχε. Οπότε τον τυλίγαμε είτε με καλαμποκόφυλλο, είτε με έκθετες εφημερίδες, συχνά κατουρημένες ,πολυκαιρισμένες.

Αλλά εκείνο το καλοκαίρι, τσιγάρα υπήρχαν από τους Αμερικάνους της κοντινής βάσης, που φύλαγε ένα πυρηνικό ναρκοπέδιο, έστω με το σταγονόμετρο. Πήγαινε να ψωνίσει κανένας μεγάλος αδελφός της τσακαλοπαρέας με το κομμάτι και μας έδινε τζούρα ή επ΄αμοιβή ένα ολόκληρο. Αφιλτρο παλμάλ. Αλλά ήμουν ευτυχής επειδή διέθετα δανεικό, ένα στιλέτο με ελατήριο, που επάταγες ένα κουμπί στη λαβή του και πετάγονταν αιχμηρή η λεπίδα. Κι αυτό από τους Αμερικάνους. Μπήκα στη ρεμματιά και βρήκα το φυτό που ήθελα.

Ήταν ένας θάμνος με λογχοειδή αγκαθωτά φύλλα, ωσάν αλόη, παχύτατα, ανάμεσα σε λεύκες. Τα είχα πρωτοδεί στον τύμβο των μαραθωνομάχων στην περσινή εκδρομή και ήταν φίσκα σε καρδιές με βέλη, αρχικά ονομάτων και τέτοια. Οι μεγάλοι το έλεγαν «γλώσσα της πεθεράς». Αυτό έψαχνα και οι πληροφορίες ήταν ακριβείς. Πήγα για να αθανατίσω την πλατωνική σχέση μου με ένα κορίτσι. Οι λεύκες ήταν ήδη κατάγραφες και μάλιστα πολύ ψηλότερα από το μπόι μου, καθώς οι μεγαλύτεροι προτιμούσαν η αγάπη τους να υψώνεται στους αιθέρες, με το πέρασμα του χρόνου.

Διάλεξα ένα «καθαρό» λογχοειδές φύλλο και πάτησα το κουμπάκι του στιλέτου. Το «Π.Θ 1963» το χάραξα αμέσως. Μετά, κώλωσα. Διότι δεν ήξερα ποιαν αγαπούσα περισσότερο.

Της κοκκινομάλλας που περπατούσε σαν την Μαίρυλιν ο έρως έκλεινε πενταετία. Αλλά ίδιο όνομα είχε η αλογοουρά από τον Συνοικισμό, λιαγκραβίτσα γελαστή και ενζενί. Της μεγαλοκέφαλης που μου είχε αναρπάσει το μυαλό και τις φρένες για τρεις αποσβολωτικές ημέρες, δεν ήξερα το παρόνομά της, ενώ της Βυζαντίας της ασελγέστατης ποθητής ήξερα τα στοιχεία, αλλά έβγαινε ραντεβά με τον κολλητό μου από τα δέκα τους χρόνια. Την Καύχω με τις δασωμένες μασχάλες που χόρευε εξαίσια, η ανάμνηση είχε ξεθωριάσει αφου είχε μετατεθεί ο πατέρας της κοντά τρια χρόνια. Τις δύο συμμαθήτριες από το Δημοτικό που πρώτες μου είχαν επιτρέψει να τις χαϊδεύω στα απόκρυφα και άλλα τινά, είχαν ήδη σταθερό φίλο από καιρό.

Καθώς με την αναπόληση όλες ζωντάνεψαν γύρω μου, και από τα μάτια μου κόντευε να βγει αίμα, χάραξα ένα βολικό «Χ» που τις εκπροσωπούσε όλες. Και φρόντισα, αργά το βράδι, να γράψω ένα ποίημα φλου, συγκεντρωτικό, με την δέουσα αποστασιοποίηση καθώς  είχα την πεποίθηση πως έπαιρνα το πρώτο μου διαζύγιο.