Ο Έβρος ήταν σκύλος
03-07-2018

Παρά την υποτιθέμενη αυστηρότητα και το κύρος που, ως γνωστόν, προσδίδει η στολή, αλλά και την θέση που κατείχε, εύκολα θα τον χαρακτήριζε κανείς, εκ πρώτης όψεως, καλό ανθρωπάκι, εξ ου και το συμπαθητικό προσωνύμι «μπάρμπας» που του είχαν κολλήσει τα φαντάρια. Ο μπαρμπα Φώτης, ένας συνηθισμένος και απλός καραβανάς, ήταν διοικητής με τον βαθμό του επίλαρχου, σε μια μονάδα τεθωρακισμένων πλησίον της Αλεξανδρούπολης, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες για μεγάλη καριέρα στο στράτευμα, πλέον. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για να βγει στην σύνταξη, την περίμενε πως και τι, για να αποτραβηχτεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Μάνη.  Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας έναν χρόνο πριν, είχε  αρχίσει να εμπεδώνεται, αναγκαστικά – αν και με κάπως αργούς ρυθμούς – και στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Ομοίως εξασθενούσε βαθμιδόν ο κομμουνιστικός κίνδυνος από βορά και μόνον ο εξ ανατολών εχθρός, ο προαιώνιος, παρέμενε υπαρκτός. Έτσι, τουλάχιστον μας κανοναρχούσαν νυχθημερόν.

Ώσπου ένα πρωί στην αναφορά της επιλαρχίας, κατέφθασε ο μπαρμα Φώτης προς επιθεώρηση, μ’ ένα κουτάβι στην αγκαλιά. Το απόθεσε στα πόδια του και μας ανήγγειλε περιχαρής πως επρόκειτο για αρσενικό και πως το είχε ονομάσει, διόλου τυχαία ‘Εβρο. Ήθελε με τον τρόπο του να μας υπενθυμίσει προς τα πού έπρεπε να έχουμε στραμμένη όλη την προσοχή μας.  Το «ποτάμι», όπως απλουστευμένα συνηθίζαμε να λέμε τον ‘Εβρο, ήταν λίγα μόλις χιλιόμετρα μακρυά μας. Αυτό το φυσικό σύνορο με την γείτονα, μονοπωλούσε για ευνόητους λόγους, το βλέμμα μας στην μεθόριο. Και ευκαιρίας δοθείσης, έκανε μιαν ακόμη εκτενή αναφορά στο θέμα της επαγρύπνησης που, ως φρουροί της πατρίδος και σύγχρονοι ακρίτες, οφείλαμε να έχουμε. Ακολούθησε το παράγγελμα «τους ζυγούς λύσατε» και στην συνέχεια πήγε καθένας μας σε διατατεταγμένη υπηρεσία ή αγγαρεία.

Ο καιρός περνούσε και ο σκύλος μεγάλωνε, όπως όλα τα κουτάβια. Επρόκειτο για καθαρόαιμο γκέκα, ένα όμορφο και ιδιαίτερα χαριτωμένο ζωντανό, πεσκέσι στον μπαρμπα Φώτη από κάποιο βοσκό – Kύριος οίδεν για ποιαν υπόγειαν εξυπηρέτηση – από το παρακείμενο χωριό, την Αμφιτρίτη, στην προέκταση του οποίου ήταν και τα δικά μας καταλύματα. Οι θάλαμοι και τα μαγειρία, καθώς και τα πενιχρά κτήρια, όπου στεγάζοταν τα γραφεία διοίκησης της μονάδας δεν ήταν άλλο από τους πρώην αχυρώνες και τους σταύλους των χωρικών, τους άρον – άρον επιταγμένους για τις ανάγκες του στρατού, κατά την επιστράτευση. Εκεί λοιπόν και σε μερικά ακόμη, πρόχειρα από ελενίτ  φτιαγμένα παραπήγματα, τριζοβολούσαν στριμωγμένα, όλο διαταγές, αγριοφωνάρες και φοβέρες από τους «ανωτέρους», τα εικασάχρονα νιάτα μας. Όπως ήταν αναμενόμενο ο μικρός Έβρος έγινε η μασκότ της μονάδας. Όλοι του γλυκομιλούσαν και τον χαϊδολόγαγαν, προσβλέποντας στην εύνοια του κυρίου διοικητή.  Κι αυτός, όποτε έκοβε βόλτες στο στρατόπεδο, καμαρωτός κι αγέρωχος, ντυμένος με την στολή παραλλαγής και την απαραίτητη δερμάτινη βέργα υπό μάλης προς επιβεβαίωση του κύρους του, στητός με την μπάκα προεξέχουσα εμφανώς, λόγω υπερβολικού σφιξίματος του υπεράνω αυτής ζωστήρα, περπατώντας με έναν ιδιόμορφο βηματισμό, κάπως κυμματιστό κι ανάλαφρο, με μαύρο γυαλί και μαύρο μπερέ, φούσκωνε όλος καμάρι για τον πιστό ακόλουθο, τον σκύλο του. Δεν παρέλειπε μάλιστα να του δίνει σε τόνο αυστηρό διάφορα παραγγέλματα, κι όταν ο ‘Εβρος τα εκτελούσε επιτυχώς, τον επιβράβευε με ολίγα συγκρατημένα κι άγαρμπα, είναι η αλήθεια, χάδια. Κι εκείνος ευτυχής, με βλέμμα ενθουδιώδες και την γλώσσα απέξω να κρέμεται, πλατάγιζε ασταμάτητα την ουρά του στον αέρα.

Η είδηση έσκασε σαν βόμβα – τι πιο φυσική παρομοίωση για ένα στρατόπεδο! Και μάλιστα από τα πλέον επίσημα χείλη, διά στόματος του κυρίου διοικητή. Περισσότερο έγκυρη δεν θα μπορούσε να γίνει. Ήταν ολοφάνερα θυμωμένος, δεν το χωρούσε ο νους του, αν τον έπιανες από την μύτη θα έσκαγε. Πήγαινε πέρα – δώθε με νευρικότητα, ενώ σε τακτά διαστήματα επαναλάβανε, εν εξάλλω, την ίδια φράση: «Πούστης ο ‘Εβος!». Φώναζε αγριεμένος και δώστου, πάλι από την αρχή: «Πούστης ο ‘Εβος!». Ναι, ορθώς καταλάβατε, ο κύριος διοικητής δεν μπορούσε να προφέρει το «ρω». Το θέαμα ήταν εξόχως κωμικό και η απουσία του «ρω»  στην προσφώνηση του ονόματος επέτεινε, έτι μάλλον την φαιδρότητα. Το νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία και όλοι οι φαντάροι δεν έκαναν άλλο, από το να σχολιάζουν ποικιλοτρόπως και βαναύσως την σεξουαλική παρέκκλιση του σκύλου. Κάποιοι θερμόαιμοι συνάδελφοι ή περισσότερο γλυφτρόνια, είχαν τσαντιστεί με τα κενοφανή αίσχη, τα ανεπίτρεπτα καμώματα του τετράποδου. Το περίεργο είναι δε, ότι κανείς μας δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό, περί του θέματος. Και τότε άρχισε η στενή παρακολούθηση, της ιδιωτικής ζωής του ‘Εβρου, πράγμα απλούστατον μιας και το τσαρδί του ήταν εκεί, στην άκρη του στρατοπέδου. Τα αποδεικτικά στοιχεία, περί της «ενοχής» του ήταν συντριπτικά. Η μασκότ του στρατοπέδου, ο προσφιλής μας γκέκας είχε τακιμιάσει μ’ έναν κοπρίτη αρσενικόν, βεβαίως από το δίπλα χωριό. Και μάλιστα τον είχε σπιτώσει! ‘Ολη την ημέρα ήταν παρέα, έπαιζαν συνεχώς με τον πιο τρυφερό τρόπο που έτυχε ποτέ μου να συναντήσω, κυνηγιόντουσαν, έκαμναν ελαφρές δαγκωματιές ό ένας στον άλλον, γαύγιζαν χαρούμενα ή φορές γρύλιζαν πιο χαμηλά σε τόνο ερωτικό. Και τότε όλοι καταλαβαίναμε, το τι θ’ ακολουθήσει. Χωρίς καμίαν ενοχή, όπως συμβαίνει σε όλα τα είδη της πανίδας, εκτός του ημετέρου, οι δύο σκύλοι έκαμναν ολοκληρωμένον έρωτα σε δημόσια θέα. Αν και δεν έχει καμιά σημασία η λεπτομέρεια – για τον μπαρμπα Φώτη, όπως απεδείχθη, δυστυχώς είχε – να σημειώσω, ότι ο συμπαθής κοπρίτης κρατούσε σταθερά τον ρόλο του επιβήτορα. Όταν νύχτωνε αποσύρονταν, μαζί πάντα, στο τσαρδί του ‘Εβρου, για να κοιμηθούν αγκαλιασμένοι. Ήταν ολοφάνερο, ότι αυτό το ξαφνικό, όσο και «αταίριαστο» ειδύλλιο, με πρωταγωνιστή τον σκύλο του κυρίου διοικητή, αποτελούσε σκάνδαλο πρώτου μεγέθους για τους στρατιωτικούς κανόνες. Και ως τέτοιο, δεν μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος ή να μείνει ατιμώρητο, χωρίς, βεβαίως να υποπευόμαστε, ούτε κατ’ ελάχιστον, το είδος της ποινής.

Βρισκόμασταν παρατεταγμένοι άπαντες, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες για την πρωινή αναφορά. Κατέφθασε ο κύριος διοικητής, αποδόθηκαν οι καθιερωμένες τιμές κι εκεί επάνω στην έπαρση της σημαίας, ακούστηκαν υπόκωφοι γδούποι κι άγρια ουρλιαχτά από την μεριά του σκυλόσπιτου. Παρά το δριμύ ψύχος της χειμωνιάτικης μέρας, παγώσαμε ακόμη περισσότερο. Ο μπαρμπα Φώτης με συγκρατημένο θυμό κι όλο σοβαρότητα, προθυμοποιήθηκε να μας εξηγήσει: Ο δυστυχής κοπρίτης είχε, μόλις θυσιαστεί αναίτια και με τον χειρότερο τρόπο, τον πλέον βάναυσο και απεχθή, στον βωμό μιας σκοταδιστικής αντίληψης, που θέλει πάση θυσία να ορίζει εκείνη, τα σχετικά με την σεξουαλικότητα «ανθρώπων τε και ζώων».  Όπως ο ίδιος μας αποκάλυψε, είχε επιλέξει από μέρες ένα γνωστό μούτρο, κάποιον οπλίτη, ολοφάνερα διαταραγμένο και σχεδόν «μόνιμο», εξ αιτίας των αναρίθμητων ημερών φυλάκισης, ως ποινή των διαφόρων μέχρι τότε παραπτωμάτων του, με  το δέλεαρ και την ρητή εκ μέρους του υπόσχεσης μιας δεκαήμερης άδειας, αν αναλάμβανε «εργολαβικά» την εκτέλεση του ανυποψίαστου εραστή. Κι αυτός ο άθλιος, όχι μόνον δέχτηκε ελαφρά τη καρδία τον ρόλο του δημίου, αλλά λίγο αργότερα, μετά την πρωινή αναφορά, καμάρωνε κι από πάνω, χωρίς ίχνος τύψης για την πράξη του, εξηγώντας με ζήλο στους περίεργους, πως είχε επί τούτου κατασκευάσει το φονικό όπλο, έναν «ειδικό»  λοστό – όμως φτάνει, μέχρις εδώ, ας λείπουν οι περισσότερες λεπτομέρειες.  Και πως τώρα, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της αποστολής του, δεν έβλεπε την ώρα να εισπράξει την συμφωνηθείσα «αμοιβή», το χαρτάκι της άδειας με την υπογραφή του κυρίου διοικητή και να την κοπανήσει. Όσο για τον ίδιο τον ‘Εβρο, ο αφέντης του ο καραβανάς, εξάντλησε την επιείκιά του. Διέταξε να δεθεί μ’ ένα μικρό σχοινί στο καλύβι του επί δεκαήμερον με ξηρά τροφή, ήτοι ξεροκόμματα και νερό, τίποτ’ άλλο.

Περνούσα από εκεί και στα κρυφά του ψιθύριζα λόγια συμπάθειας, για χάδια ούτε λόγος. Μπορούσες να εκτεθείς, με σοβαρές συνέπειες, αν σ’ έπαιρνε είδηση κανένα μάτι και το «κάρφωνε» στον μπαρμπα Φώτη. Καθότι στην τιμωρία συμπεριλαμβανόταν και η απομόνωση του ζώου. Άσε τους πιθανούς συσχετισμούς που παραμόνευαν, αν τολμούσες να δηλώσεις ξεκάθαρα την αντίθεσή σου στο γεγονός ή τις τυχόν υποψίες που θα εγείροντο και για σένα τον ίδιο, αν γινόταν αντιληπτό ότι συμπάσχεις.  Του γλυκομιλούσα, λοιπόν κι αυτός το καταλάβαινε. Δεν έκανε χαρές ή κόλπα σαν άλλοτε, μήτε κουνούσε την ουρά του. Μετά το συμβάν την είχε μόνιμα κρυμμένη, κάτω από τα σκέλια του. Με κοιτούσε περίλυπος και μόλις που γρύλιζε αχνά, όλο παράπονο. Ίσως, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει, τι ακριβώς συνέβη, μιας και ο ‘Εβρος ήταν σκύλος. Σίγουρα, όμως θα ένιωθε πόσο άδικο είναι όλο αυτό και παράλογο.