Έχει αρκετόν καιρό που με κατέχει μια ευσυγκίνητη ομίχλη. Έπαψα να συγκινούμαι με το παραμικρό, διέπομαι από μανία σιωπής, κλαίω απότομα και βροχηδόν, χωρίς κανέναν έλεγχο. Η μετάπτωσή μου σε κλαψιάρη δεν έχει κάτι από την υφή ενός μυστικού φρονήματος και καθόλου δεν εμφορούμαι από την κατάρα του πανανθρώπινου οικουμενισμού. Μάλλον θηρίο ανήμερο αισθάνομαι.
Το ζήτημα είναι πως δεν κλαίω παρέα με σύντροφο ή φίλο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα συνδυασμένο βούρκωμα φτάνει και περισσεύει. Αλλά μιλάω για έκρηξη δακρύων, για γόο, για θρηνωδία, χωρίς την επαγγελματική ψυχρότητα μιας μανιάτισσας μοιρολογίστρας ή ωσάν μια μορφή δημοσίου πένθους που συχνάκις έχω ανταμώσει μεταξύ συγγενών, όταν χάνουμε προσφιλές μας μέλος.
Τα δάκριά μου είναι επιθετικά, θαρρείς και γεννώμενα προσπίπτουν σε υδρορρόη από λαμαρίνα, ενώ δεν είναι ασυνήθιστο να βάλω τις φωνές με έντονο τρόπο, νομίζοντας πως ήρθε το τέλος και θρηνώ. Αλλά καμία σχέση με το ευσυγκίνητο της εφηβείας, το αποκαμωμένο σοκ από συναισθηματική εμπλοκή, για αίσθηση ορφάνιας όταν μια καταιγίδα γεγογότων συγκρούεται με ένα απόκαμωμένο σώμα.
Συγκινούμαι και καταρρέω με τα πιο απίθανα εικονογραφημένα συμβαντα: μια σκηνή από ελληνικό κινηματογραφικό έργο περιόδου μαύρης χούντας με όλα της τα στερεότυπα. Από την εικόνα ηθοποιών που ξέχασα την διαδρομή τους και από συγκίνηση επειδή είδα αίφνης τον Μενιδιάτη πατέρα ή από κάποια Ινδοπρεπή Ζιγκουάλα. Από ένα Ρενώ σπορ με τη μηχανή πίσω, από μία Σεβρολέτ Ιμπάλα ή από ένα Άνγκλια Φορντ ή την αίσθηση της μυρωδιάς των τσιγάρων Περφέκτος και την μοναδική γεύση του καπνού Βιρτζίνια. Και βέβαια, ένα Χίλμαν, ένα Πανάρ απτάλικο.
Μα πάνω απ΄όλα, η λογιότητητα, η τέχνη των καραβομαραγκών της Προποντίδας, οι αντάρτιδοι που παράγει ο μυστικός της Ροδόπης βουνός. Ο γάρος στα σκολιά βραχάκια του Μπαρμπαρός.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος
ήρθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,
τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου έρου έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!
Τελειωμένα ήθη λοιπόν: είμαι λόγιος. Τελειωμένο ψοφίμι της λεκτικής απάτης. Και οι άνδρες μπορεί να μη κλαίνε, αλλά οι λόγιοι, έτζι το μάθανε. Το επ΄εμοί, θα συντάσσεται η ψυχή μου μετά των απίστων.
Ακόμη βαθύτερα: είμαι αγρότης του λόγου. Χωρίς κλήρα, μορτίτης.