Όλα ξεκίνησαν με μια συνέντευξη του Κιθ Ρίτσαρντς που διάβασα στο διαδικτυακό Wall Street Journal. Στα 74 του χρόνια, λέει πολλά και ενδιαφέροντα (δεν θα σας χαλάσω την απόλαυση, να τα διαβάσετε μόνοι σας) όμως τα καλύτερα τα κρατάει γα τον παιδικό του φίλο και σύντροφό του στη μουσική, τον σερ Μικ (επίσης 74 ετών), τον οποίο αποκαλεί “a genius harp player, a genius blues singer”. Κι άρχισα να ακούω ξανά blues και Stones για να καταλάβω αν μας τρολάρει ή όχι.
Διασκέδασα που στο Γιουτιούμπ βρίσκει κανείς απίστευτα, αδιανόητα πράγματα (και δυστυχώς δεν βρίσκει κάποια άλλα, προφανή), όπως την πρώτη ηχογράφηση του «Dear Doctor» του 1968, το πρώτο (αν δεν απατώμαι) ψευδομπλούζ του συγκροτήματος, όπου ο σερ Μικ πρωτοκάνει (αν δεν απατώμαι) την ψευδοαμερικάνικη προφορά. (Στο δίσκο μπήκε άλλη ηχογράφηση, όπου εκτός από την προφορά, σε κάποια στιγμή κάνει και τη φωνή του στριγγή, για να δείξει ότι μιλάει η λεγάμενη.)
Πάμε δώδεκα χρόνια αργότερα. Οι Stones έχουν γίνει εντελώς αμερικανοί, και δοκιμάζουν όλα τα μουσικά είδη των μαύρων, της επάρατης disco συμπεριλαμβανομένης. Την αντιμετωπίζουν ως φυσική συνέχεια των Blues/R’n’B/Soul/Funk, και εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο κακό ― τότε όμως τους λοιδορήσαμε δεόντως (και εν μέρει δικαίως, κυρίως τον σερ Μικ που ήταν γνωστός φίλος της αρπαχτής). Το πρώτο τραγούδι του δίσκου είναι το «Dance Pt. 1» (δεν υπήρξε ποτέ Part 2, αλλά τέτοιους τίτλους δίνανε τότες), μια γκινταπιά άνευ προηγουμένου ή επομένου.
Τον Δεκέμβριο του 2016 οι Stones κυκλοφορήσανε το Blue and Lonesome, μια συλλογή από Chicago Blues που τους είχανε σημαδέψει στην εφηβεία τους, σε δική τους εκτέλεση. Εκεί μέσα εκατοικούσε και το μινιμαλιστικό «Little Rain», τραγούδι των Ewart G. Jr. Abner και Jimmy Reed.
(Παραθέτω και ο πρωτότυπο του 1956, για να διαπιστώσετε μόνοι σας αν μας τρολάρει ο Ρίτσαρντς. Σαφώς και έχω άποψη, αλλά δεν θέλω να σας προκαταλάβω.)
Με αυτή την ηχογράφηση του 2015/2016, φωτίστηκε και μου εξηγήθηκε καλύτερα το «Rain Fall Down» του 2005. To ξαναέγραψα, ουσιαστικά το τραγούδι αυτό είναι το «Little Rain» παιγμένο στη διπλάσια ταχύτητα, με το ρεφρέν από το «Dance Pt. 1» Κι αυτή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να ξαναποστάρω το βίντεο κλιπ του άσματος (σε σκηνοθεσία Jonas Åkerlund), που με προβλημάτιζε ανέκαθεν.
Προβληματίζομαι γιατί άλλα λένε οι στίχοι κι άλλα βέπουμε στην οθόνη. Το τραγούδι είναι ένας ερωτικός παιάνας υπό βροχήν, το κλιπ είναι μια μουσκεμένη απάτη κι απιστία. Εκτός κι αν τη στιγμή που ο σερ Μικ τραγουδά «and we made sweet love» περιμένει να ταυτιστούμε μαζί του ή με όσους κάνουν έρωτα επί της οθόνης. Που μου είναι αδύνατον. Γιατί υπάρχει κι ένας άλλος στο κλιπ: ο άνθρωπος με το τηλέφωνο.
Δεν ταυτίζομαι με τον σερ Μικ, ούτε με κανένα άλλο μέλος του συγκροτήματος. Δεν ταυτίζομαι με κανέναν ερωτύλο. Ταυτίζομαι με τον καψερό που παίρνει τηλέφωνο , όταν ακόμα δεν είχαμε σμαρτφόουν. Αν και αυτό μικρή σημασία έχει. Που τηλεφωνάει ο καψερός, και κανείς δεν το σηκώνει. Που συνειδητοποιεί ότι γίνεται αυτό που δεν θα ήθελε να γίνει, που δεν θα έπρεπε να γίνει γιατί άλλη ήταν η συνεννόηση, και που μάλλον το είχε καταλάβει, αλλά μολαταύτα παίρνει τηλέφωνο για να βεβαιωθεί. Και κανείς δεν απαντά. Και η βροχή διαποτίζει αργά όλο το σώμα και τον περονιάζει, σαν εκείνο τον κύβο ζάχαρης στη Μπλε ταινία. Χωρίς επιστροφή.
(Εδώ να παραθέσω δυο παράλληλες σκηνές: «Στο τηλέφωνο σε παίρνω απ’ τη γωνία, κι όλο βγαίνουν κάτι άσχετοι» τραγουδούσε ο Σαββόπουλος όταν ακόμα δεν είχαμε κινητά. Δεν ξέρω αν έβρεχε τότε. Ξέρω πως στο νοσοκομείο στο All that Jazz ο ήρωας λέει στην κοπέλα του ότι της τηλεφώνησε κι αυτή δεν απάντησε, κι εκείνη δικαιολογείται ότι είχε πάει βόλτα το σκυλάκι της. «Ποια βόλτα μου τσαμπουνάς», λέει αυτός, που είχε καταλάβει ακριβώς με ποιον ήτανε η γυναίκα, «έβρεχε με το τουλούμι», κι επειδή έχει καταλάβει κιόλας ότι ο χρόνος του τελειώνει, «μη με φλομώνεις», της λέει, «δεν έχω χρόνο για τέτοια».)
Περίεργο πράγμα η νοσταλγία: άμα την ξύσεις, φεύγει η πατίνα του χρόνου και θυμάσαι ακριβώς τι έζησες, πώς και γιατί. Όλα εξηγούνται στο τέλος.