Πιτσιρίκι, κάθε Σάββατο είχε σινεμά. Άγριος χαμός, τσιρίδες αν δεν με πήγαιναν. Μεγάλωσα στην επαρχία και τους κινηματογράφους τους γέμιζαν οι ελληνικές ταινίες. Δεν ήμουν της Βουγιουκλάκη, ήταν γατούλα, ήμουν ερωτευμένος με τη Χρονοπούλου. Γοργόνα μεν, αλλά μαγκιόρισσα. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.
Τέλη δεκαετίας του 60, πλήθος και στρίμωγμα έξω από το ταμείο. Έβγαινε η ταξιθέτρια, με ποδιά, και φώναζε με βραχνή φωνή «μόνο όρθιοι!». Κι ο κόσμος συνέχιζε να μπαίνει και την έβγαζε όπου μπορούσε, καθιστός στο διάδρομο ή με την πλάτη στον τοίχο. Αρκετοί άναβαν τσιγάρο, λίγοι έφερναν σουβλάκι κι άπλωναν στα μπούτια την κόλλα.
Κάποιοι, τουλάχιστον στην επαρχία, είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν σινεμά ό, τι ώρα τους κάπνιζε. Μετά το τέλος κάθονταν κι έβλεπαν την ταινία απ’ την αρχή μέχρι το σημείο που είχαν μπει. Εδώ ήρθαμε, εδώ ήρθαμε – σκούνταγε ο ένας τον άλλο να ξεκουμπιστούν.
Έτσι, για τους όρθιους υπήρχε η ελπίδα ότι θα τους έφεγγε και θα ‘βρισκαν να καθίσουν όταν κάποιοι θα την έκαναν στη μέση της ταινίας. Η φύση απεχθάνεται το κενό.
Για όσους απεχθάνονται τα σπόιλερ, παραμένει από τα μεγαλύτερα να δεις το «Τόσα καλοκαίρια» πριν απ’ το «Άνοιξε πέτρα».