Θα μπορούσα να ανατρέξω στην «εισβολή των τουρκόσπορων» όπως θα καταντήσει, με ολίγη παραπάνω δόση κακεντρέχειας, να λέγεται η μεγάλη, προ αιώνος προσφυγική συμφωνημένη ανταλλαγή, που ο καλύτερος όρος γι΄αυτήν είναι «διωγμός». Το ίδιο θα ίσχυε σε απειρελάχιστη κλίμακα, αν παρέθετα κάποια από τις ιστορίες γειτονιάς όπου ένα παράξενο ζευγάρι, ένας νεόπλουτος χασαπόγυφτος, ένας διαβαστερός φοιτητής που ξεχνάει να πει «καλημέρα», μια πεταχτούλα εύχυμος ταμίας, χαλάνε την πιάτσα μιας φτωχογειτονιάς, μιας αττικής αυλής, ενός αυστηρού πολύτεκνου πάτερ φαμίλια, όλα γεγονότα υπό τα οποία γαλουχηθήκαμε από τις κουζίνες των πατρικών μας.
Θα μπορούσα να παραπέμψω σε αβάσταχτες διακρίσεις στο ελληνικό σινεμά, στα τοπικά κουτσομπολιά, σε οικεία δράματα, εμπνευσμένα και χορηγημένα από «δημιουργούς» των οποίων ο ρόλος δεν είναι απλώς η λαϊκωσύνη του «αυτά θέλει να βλέπει ο κόσμος, αυτά του δίνουμε» αλλά ένα αρραγές δάπεδο δυσπιστίας, κακοχωνεμένου λαϊκισμού, κρυφής γοητείας του ναζισμού και άλλα δεν προσθέτω.
Θα σας υπενθυμίσω ένα ιστορικό ανάλογο, προσπαθώντας να κρατήσω τα μπόσικα, δηλαδή τις ίδιες ιστορικές αναλογίες, κι ας βρήκα τις πιο ταιριαστές περιπτώσεις στα σύνορα αρχαιότητα και μεσαίωνα, στις εποχές των μεγάλων μετανστεύσεων, στον εκρηκτικά ιδιότυπο έβδομον μεταχριστιανικόν αιώνα.
Γύρω στα 620 μΧ λοιπόν, συνέβη μια μεγάλη στρατιωτική εισβολή, που τότε την είπαν «η μεγάλη πόρθησις». Ήταν μια επίθεση Αβάρων και των υποτελών τους, κυρίως Σκλαβήνων, σε όλα τα νότια Βαλκάνια, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο πόλεις άντεξαν, αλλά όχι μεγάλα τμήματα της υπαίθρου, που ήταν ήδη σε καταρροή. Οι Άβαρες φεύγοντας, πήραν μαζί τους έναν τεράστιο αριθμό αιχμαλώτων που η υπερβολή της εποχής τους θέλει κοντά στις διακόσιες χιλιάδες. Επίσης, φεύγοντας, άφησαν αρκετά μελέτια αλλόγλωσσων και μη χριστιανικών λαών που εγκαταστάθηκαν με στόχο την μονιμότητα και οι ιστορικές πηγές, τους μέτρησαν και κατέληξαν σε μια ντουζίνα ρηγάτα, από τις ακτές έναντι της Κέρκυρας έως τη Ροδόπη.
Δυο γενιές μετά την «μεγάλην πόρθησιν» και άπειρες μάχες και συνθήκες κι ενώ αναφάνηκαν επίφοβοι και οι Άραβες, στα μέρη των Αβάρων οι αιχμάλωτοι και οι απαχθέντες έφτιαξαν μια νέα ζωή, ζωή υποτελείας που έγινε πιο αυτόνομη, επειδή οι Άβαρες και οι Σλάβοι γενικά, δεν κρατούσαν σκλάβους δια βίου, αλλά πολλοί είχαν ένα εικοσαετές όριο δουλειάς και μετά τους θεωρούσαν ελεύθερους, όσο ελεύθερος μπορούσε να είναι ένας ξενητεμένος του 7ου αιώνα, κατά τον πολτό του σινεμά και τα ρομάντζα που είδαμε και διαβάσαμε.
Οι απόφυγοι αυτοί δημιούργησαν οικογένειες, όχι αποκλειστικά από τις γενέτειρες και έφτιαξαν τη ζωή τους. Κι ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς άκουγαν τους γεροντότερους να διηγούνται πόσο καλά ήταν τα μέρη που στερήθηκαν, και να νοσταλγούν τον καιρό, και τα μπερεκέτια τους, όπως ακριβώς και οι πρόσφυγες εκ «τουρκόσπορων» που ζήσαμε και ζούμε.
Κι επειδή οι Άβαρες δεν ήταν πλέον στα ντουζένια τους ως Χανάτο, πλήθος αποσχιστικών κινήσεων άρχισε να βλασταίνει και οι πρόσφυγες αυτοί έμοιαζαν έτοιμοι να ξεσηκωθούν και να φύγουν στις χαμένες πατρίδες τους.
Αυτήν την νοσταλγία, γράφουν οι παλαιοί, την κατάλαβε ο Κούβερ ή Κούβρατος, ένας πολέμαρχος στους Αβάρους, που έπεισε τους αποφύγους να τον ακολουθήσουν σε άλλους τόπους, κοντά στις πατρίδες τους. Η αντίδραση ήταν ευνοϊκή. Στην αρχή ο Χαν των Αβάρων δεν έδωσε σημασία, αλλά μετά ταράχτηκε και τους κυνήγησε πλην ο στρατός του Κούβερ τους νίκησε σε τέσσερις μάχες και νικητής ροβόλησε από ποταμούς και οροσειρές και κατέβηκε με τον ένοπλο λαό του νότια, όπου και συνέγγισε έναν κάμπο, τον Κεραμήσιο, που ήταν τόπος της Ρωμανίας, αλλά και σε άλλους τόπους πιο ανατολικά. Οι πρόσφυγες στον Κεραμήσιο είχαν αρχηγό έναν πολύγαμο, πολύγλωσσο αφέντη, τον Μαύρο, που μαθαίνοντας πως κοντά ήταν η Σαλονίκη, άρχισαν να διαρρέουν κατά θάλασσα μεριά.
Ο κάμπος αυτός γειτόνευε με το ρηγάτο των Δραγουβιτών, στη λίμνη των Γιαννιτσών και κάτω από το Πάικο, που ήταν υποτελείς στον βασιλέα των Ρωμαίων. Οι Δραγουβίτες έλαβαν εντολή από τις βυζαντινές αρχές να εφοδιάζουν με τρόφιμα τους Σερμησιάνους αυτούς πρόσφυγες (δηλαδή από το Σίρμιο, όπως αιώνες μετά μιλούσαμε για Ρωσοπόντιους) και να τους αφήσουν να χτίσουν τα καλύβια τους. Έτσι κι έγινε και ο Μαύρος, μπαινόβγαινε Σαλονίκη και άρχισε να παίζει τον μεγαλοπαράγοντα. Οι βυζαντινοί της Σαλονίκης ανησύχησαν σφόδρα, περιμένοντας οδηγίες από την πρωτεύουσα και μέσα στην πόλη έγιναν έκτροπα και η Εκκλησία ήτα ανήσυχη με χιλιάδες μη χριστιανούς έξω από τα τείχη, αλλά και μέσα σε αυτά.
Ακολούθησε μια παπαδιαμαντική ιστορία με έναν ναύαρχο, τον Σισίνιο, που πασχαλιάτικα αρμένιζε στο Αιγαίο κι έπεσε σε ακύμαντες θάλασσες, πόδισε στη έρημη Σκιάθο, ώσπου θαυματουργικώς είδε όνειρα σημαδιακά με τον Αη Δημήτριο και βιαστικά σηκώθηκε άνεμος και έφτασε Σαλονίκη. Αφήνω για την λογοτεχνία του σχετικό θαύμα και περιγράφω τι έπραξε το Δημόσιο, δια του μόνου αντιπροσώπου του, του Σισινίου:
Ο στρατηγός εγκατέστησε χοτ πόιντ στην Παλιομάνα και ρύθμισε δρομολόγια πλοίων από τον στόλο του, που έκαναν τη διαδρομή Παλιομάνα – Κωνσταντινούπολη, ο Μαύρος έμεινε με το μαυρί στο χέρι, καθώς οι Σερμησιάνοι ήσαντε Θρακιώτες, εκ Βερόης και Λιάγκραβοι οι πολλοί, ο Μαύρος τιμωρήθηκε δεν λέω το γιατί και ο έβδομος αιώνας κέρδισε ένα ακόμη θαύμα.
Όλα έχουν ξαναγίνει, καρντάσια και καρντασίνες μου, όλα. Οι στρατηγεύοντες διαφέρουν, αλλ΄αυτό το ξέρετε ήδη, τον Σισίνιο μου μέσα.