Μπήκα στο Γυμνάσιο Γιαννιτσών το 1960. Στεγαζόταν στο Γαλλικό Νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους, σε μια γειτονιά όπου ζούσαν ή φυτοζωούσαν προτεστάντες, ορθόδοξοι, ουνίτες και μας έδειχναν και σπίτια εξαρχικών. Έφυγα το 1965 και δεν γνώρισα άλλο κτήριο-το οικόπεδο του Νέου Γυμνασίου το λέγαμε «παλιό γήπεδο» και τρέχαμε κάτι ημιαντοχές. Στην αυλή είχε δύο μονόζυγα σταθερά, όπου διέπρεπε ένας εξαιρετικά ικανός Μητσάκας, και όταν ο καιρός ήταν καλός, ο γυμναστής μας ο Καλούδης κατέβαζε εφαλτήριο να μάθουμε να πηδάμε. Ήταν ανεκτικός σε σπαρίλες (δεν θυμάμαι να έκανα γυμναστική χειμώνα χωρίς παλτουδάκι ή παρντεσού) αλλά σε ένα ζήτημα ήταν άτεγκτος. Όταν ο καιρός ήταν χάλια, μας μάζευε σε μία τάξη και μας μάθαινε κανονισμούς αθλημάτων.
Ο Καλούδης ήταν κοντός, συγκροτημένος, τζαχείλας με κάτι το στρατιωτικό στην κοψιά του. Μιλούσε απότομα αλλ’ όχι εχθρικά και ήξερε να μας προπονεί για παρελάσεις και σουηδική γυμναστική. Στα χιονόβροχα και στις καταιγίδες μάθαμε στην εντέλεια κανονισμούς ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ και τα πάντα για κολύμβηση και κωπηλασία, ιδίως ουότερ πόλο. Στα μεγάλα κέφια του, μας έδειχνε το κρίκετ και το αμερικάνικο φουτμπόλ και όλα τα κάτσερ και πίτσερ των αμερικάνικων ταινιών. Μπασκέτα δεν υπήρχε στην αυλή, αλλά ενίοτε έβγαζε δυο στουλάρια με δίχτυ για να μας δει στο βόλεϊ. Όλων των τύπων τις μπάλες, μας τις μάθαινε με το γραμμάριο.
Μερικοί που είχαμε ζήσει μέρες στο Μακρύγιαλο, στο Μπαχτσέ, Περαία, ίσαμε Σταυρό, ξέραμε κάτι σαν κολύμπι, αλλά γενικά, μετά την αποξήρανση του Βάλτου, το πλησιέστερο υγρό στοιχείο ήτανε το ρέμα της Μπάλτζας όπου καθηλώθηκε στη γέφυρά του ο στρατός και είχε απώλειες στη μάχη των Γιαννιτσών. Κάναμε μπάνιο, όχι συχνά εκεί, ανάμεσα σε γλίτσες, βατράχια, νεροφιδάκια αλλά όταν γλυστράγαμε, οι μεγάλοι μας έβγαζαν βρίζοντας.
Ο Καλούδης έκανε σχεδιαγράμματα στον μαυροπίνακα. Οι μπαλαδόροι ανάμεσά μας αισθανόταν τη τεκμηρίωση των κανονισμών να τρέχει από τα μπατζάκια τους και απαντούσε ως Σολομώντας αν τον ρωτούσαν για μια φάση. Αλλά οι περισσότεροι είχαμε φρίξει με τους πολίστες. Που δεν πατούσαν ποτέ τσιμέντο και έβγαιναν σαν χελιδονόψαρα στην Καραϊβική. Δεν καταλαβαίναμε γρυ, ώσπου μία των βροχών μας έφερε ένα περιοδικό με χρωματιστά αθλητικά και είδαμε μερικά δελφίνια με κάσκες και σπιθαμιαία μαγιό. Σε απορίες σοκολατόπαιδων για το μέγεθος των αιδοίων, οι έμπειροι το απέδιδαν στην ψύχρα του κολυμβητηρίου.Μερικά περιοδικά ήταν προπολεμικά, αλλά τα φύλαγε με σεβασμό.
Στην παράδοσή μας δεν υπήρχε θάλασσα, μήτε τάλασσα. Απεναντίας η λάσπη ήταν ευδιάκριτη, και με ποικιλίες παρακαλώ. Στον τόπο μας κυκλοφορούσαν παλαιότερα, μονόξυλα, «άδρυα», πλάβες, ενίοτε τεθωρακισμένες για να μας χωρίζουν οι αβτζήδες από τα κομιτάτα. Και πωλούσαμε καλοφτιαγμένες σύριγγες από ξύλο για τα τσιμπούκια των μπέηδων, αμή και βδέλλες στα φαρμακεία της Βιέννας. Σε πολλά ποταμάκια που κατέβαιναν από το Πάικο, το μπάνιο ήταν δροσερό και μπούζι, ειδικά στο Όμπαρ, στο Καραντερέ με τις καραβίδες και σε λούμπες όπου εσάλευαν γριβάδια. Στους σπάνιους πευκώνες βγάζαμε προσεκτικά τις βελόνες διπλές και τις κάμπταμε στο κοινό στέλεχος και σχηματίζαμε καρδούλες για να κάνουν «αχ» τα κοριτσόπουλα. Φορούσαμε και τσαμπάκια από κεράσια ως σκουλαρίκια στο αφτί. Αλλά τάλασσα, πουτενά. Και η ομάδα μας των πολίστας, ως εδρεύουσα στην Μπουτσάβα και προπονούμενη στις ρηχές γκιόλες του Ταλαμπάς, μετά το πολυβολείο δεν ήταν πολύ δημοφιλής. Ωστόσο ο Καλούδης μάς είχε μάθει τους κανόνες του τέννις και άλλων αθλημάτων και όλα ήταν πιο βολικά, όταν βλέπαμε σε ασπρόμαυρη τηλεόραση τα αθλητικά.