Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία η γνωριμία μου με τον τότε ηγούμενο της Βλαττάδων Στυλιανό Χαρκιανάκη που εκοιμήθη ως αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας προσφάτως. Ήμουν εικοσαετής και με σύστησε ο Δημήτρης Καλοκύρης, επίσης εκ Ρεθύμνου. Εγκάρδιος, οξύς μαζί και χαλαρός, άκρα αντίθεση με έναν προκάτοχό του, τον Παγκράτιο όπου με έσυρε η μάνα μου για να την θεραπεύσει για κάποιο νόσημα. Ακόμη μυρίζω την έντονη αποφορά μιας βαθυπράσινης αλοιφής που της έδωσε. Θυμάμαι και το όνομά της, όχι της μάνας μου, της αλοιφής.
Αλλά αυτά ετελούντο στο Τσαούς μοναστήρι, όπου κάποτε σώζονταν το άγιο Δισκοπότηρο, καθόλου αδαμαντοκόλλητο (μια κατάλληλα σκαμμένη κολοκύθα ήταν, διδάσκει ένας αυτόπτης) που είχε τα παγόνια, δύο πέτρινα ωρεία και η θέα ήταν συναρπαστική.
Ο Στυλιανός δεν είχε καμιά σχέση με τα ιερατεία και τους ασκητές που κατά καιρούς γνώρισα. Ήταν θεολόγος και συνάμα ποιητής. Αλλά την θύραθεν ζωή καλώς την κυβερνούσε. Οι συζητήσεις μας ήταν παραγωγικές και σύμφωνες με το τοπίο που ξεχείλιζε από τα παράθυρα του Ηγουμενείου. Ενωρίς απήλθε στην έδρα του Αυστραλίας, αλλά δεν χαθήκαμε.
Κατά την απουσία του, πέρασα ολίγα έτη, στην αναστήλωσή του καθολικού. Σε κάθε ανάβαση και παραμονή, τον είχα στο μυαλό μου. Η μονή κρατούσε το μυστικό τριών κινστερνών, στις οποίες με μεθούσε το ολιγοστό φως και η επωνυμία «Παντοκρατορική» που κατείχε, κατά τη γνώμη μου, ως μετόχι της μονής Παντοκράτορος της Πόλης. Και θυμάμαι ένα υάλινο υποπράσινο δοχείο, βυθισμένο πίσω από έναν λίθο του ΝΑ τοίχου, που φύλαγε μέσα του δαγκάνα κάβουρα και ίχνη από βυσινί κρασοβόλι- ποιος ξέρει ποια ευχή ή κατάδεσμος κρυβόταν στην ενθυλάκωση της ψυχής ενός απελπισμένου.
Αλλά γράφω το κείμενο αυτό για να μνημειώσω πως είχε ο ηγούμενος αδελφό τροχονόμο και αδελφή μοδίστρα. Με κάτι τέτοια, οι ουρανοί γίνονται φιλόξενοι.