Τώρα οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου υπερέβησαν την αιχμή του αιώνα και θεωρούνται τοπόσημο αποδεκτό, πλην ο καλλιτέχνης δεν ξεκίνησε έτσι την αρμάδα του. Στο μακρινό 1966, εγκαταστάθηκε στην είσοδο της ΔΕΘ στο Σιντριβάνι, νεοτερικό μεταλλικό γλυπτό, που η προσθετική του διαδικασία ήταν προφανής και σήμαινε (προφητικώς) το άχλα άχλα, την εργώδη και λιπώδη σπαστή εργονομία μιας πόλης που τρελαίνονταν, αλλά ο ακτιβισμός του ήταν επαρκής εξορκισμός ημών των φοιτητών αρχιτεκτονικής που η γραμμική σκιά του νέου γλυπτού, μας προστάτευε ως θυρωρείο νέων ιδεών και μας ειδοποιούσε πως, εισερχόμενοι στην σκιά του ξενοδοχείου ΑΒC, μας περίμεναν κατοικίες χουντικών, ο όρχος της Τροχαίας όπου εφυλάσετο το τρίκυκλο που θέρισε τον Λαμπράκη και πλήθος ανταρτόπληκτων ομήρων της Αριδαίας και ποιητικές συλλογές ανθυπομοιράρχων.
Κι έτσι, μαγεμένος από την σπαστή ανωφέρει του γλυπτού, ξαφνιάστηκα όταν διάβασα πως υπήρχε ένωση εικαστικών εκείνα τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, με έδρα διαμέρισμα στην Εγνατία, ονόματι «Πολύγνωτος – Παιώνιος» που αρθρογραφούσε εναντίον του γλυπτού, αλλά και της ουράς του γαϊδάρου, που χρησιμοποιούσε ένας ασελγής Πικάσο ως πινέλο των τερατουργημάτων του. Έγραψα μετά κόπου μία επιστολή γενικής αμύνης και την έστειλα στη «Θεσσαλονίκη» του καιρού, αλλά δεν δημοσιεύτηκε. Κάπου θα υπάρχουν τα σχεδιάσματα στο αρχείο μου, εννοείται αν δεν το καθάρισα υπερβολικά.
Ναι, ήταν 1966, αλλά είχε προηγηθεί «το τσογλάνι» του Χριστιανόπουλου για τον Βασίλη Βασιλικό, πετροβολήματα Λαμπράκηδων με ΕΚΟΦίτες στη Διαγώνιο, και μια ατμόσφαιρα διασυρμού των «μοντέρνων», των «ακαταλαβίστικών», των «φουτουριστών» και γενικώς των χρηστών της ουράς του γαϊδάρου όταν έκαμαν τέχνη.
Είμαι περήφανος και καμαρώνω που ανήκα, μαζί με τους φίλους μου, στους εξοντωμένους της άλλης ακτής, στους περιφρονημένους και στα σιχάματα που κανένας γονιός δεν εμπιστεύονταν την κορούλα του. Ευτυχώς που οι έκπαγλες αυτές δεσποσύνες μοιράζονταν ενίοτε μαζί μας την απέχθεια του σύμπαντος κόσμου.