Ο Βασίλης ήταν πολύτιμος φίλος, ως ο μόνος εννιάχρονος που διέθετε ιδιωτικό χώρο. Eννοώ ένα παράπηγμα τέσσερα τετραγωνικά, απέναντι από την πίσω σκάλα του σπιτιού του. Πλαίσια από λατάκι και καρφωμένο ξυλοτέξ επάνω τους. Ήταν ένας πίσω κόσμος: έμπαινες σε στενάκι ανάμεσα στη φάτσα του σπιτιού του και σε ένα βαρύ τουρκόσπιτο, απρόσιτο, που έκλεινε την ανατολική παρειά του στενού απέναντι, το σπίτι του Ψαρρή, με κήπο και γλάστρες.
Μετά είχε ένα ανοιγματάκι αριστερά, όπου αναπαύονταν «ο θρόνος». Ήταν ο άξονας ενός δίτροχου κάρου, παρατημένος, που τον είχαμε ως κέντρο επιχειρήσεων. Καρσί, αλλά αριστερά, το σπίτι του θείου Πέτρου και η ανοιχτωσιά, που έκλεινε με πέτρινο τοίχο, προς το νοσοκομείο. Απόμεναν δύο κτίσματα: αριστερά το εκπαιδευτήριο Ιντζεσίλογλου, και δεξιά, το καινούργιο του Συνεταιρισμού. Ο Παπανάρετος με τα παγωτά «Αθήνα» έκειτο στην άλλη γωνία, και απέναντί του, η Αγροτική τράπεζα. Από το σταυροδρόμι, είχες επιλογές, να φύγεις προς την μοναδική άσφαλτο, δεξιά η πιάτσα των ταξί και αριστερά το σινεμά Ρέξ.
Ή να κατέβεις ανάποδα προς το πάρκο του Αη Γιώργη, αριστερά το ξυλουργείο των Ζαμιδαίων, η οικία Δουμανίδη κι ένα σκοτεινό ημίκλειστο, όπου ενίοτε παίζαμε καραγκιόζη. Πρίν το πάρκο, ένα άνοιγμα που φιλοξενούσε το περίπτερο της Χήρας, ένα μανάβικο αργότερα και στην κατάντη γωνία το αρτοποιείο «Η Τρωάς» του Αχτσόγλου.
Τα Γιαννιτσά δεν ήταν υποταγμένα σε πολεοδομική πειθαρχία, διότι η ψύχα κάθε οικοδομικού τετραγώνου ήταν ασύδοτη και χύμα. Και αντί οδών και αριθμών, υπήρχαν τοπόσημα ή τοπωνύμια. Το Μπουρουκλέν. Ο Χαζνές. Η Μπουτσάβα. Το Βαρόσι. Ο συνοικισμός. Η παλιά αγορά. Ο Φόρος. Του Καϊάφα. Η πλατεία Μάγγου. Η αρίδα. Ο συνοικισμός. Το Τσαλή. Το Ταλαμπάς.
Στο παράπηγμα του Βασίλη, ήταν αναπτυγμένοι οι διάλογοι των Παίδων. Ιστορίες γειτονιάς, ζωντοχήρες που γαμιένται, μια σκωληκόβρωτη τσιτσιλαρωσύνη, γεμάτη κακία και περιπαικτικά σχόλια από τα περισσότερα σταυροδρόμια, όπου ήταν εγκαταστημένα μπούνκερ με κουτσομπόλες.
Πέφτοντας το βράδι, κάθε μάνα έβγαινε και έκραζε το παιδί της σαν ένας ανθρώπινος γκιώνης. Και τα παιδιά, έρριχναν ένα τελευταίο σιγκόντο άδοντας για όποιον τους τύχαινε. Από τον άξονα της οδού Στράντζης, έως το δρόμο για το Όμπαρ ή ανάποδα στο Μαύρο άγαλμα και στη Σέρβικη Γέφυρα, τα παιδιά μαζεύονταν και η πόλη ασχολούνταν με τελετές της σάρκας. Ζωντανά θυμάμαι το άσμα που μου είχανε σκαρώσει: «Πανούκλα χολέρα, με κόλλησες και μένα».
Από τραγούδια, έσκιζε το “φουρώ” με τη Μαριάννα Χατζοπούλου και το “Τζούρι Φούρι” που ήταν ροκ.
Ένα θέμα μας απασχολούσε ιδιωτικώς. Ο Βασίλης, πηγαίνοντας στο γραφείο του Μονοπωλίου, στον πατέρα του, συναντούσε στη διαδρομή την Βυζαντινίτσα που ήτο πανέμορφη και γελαστή, σε αντίθεση με την «δική μου» την «Ίτσι μπίτσι τίνι Ουινίτσα» που την έβρισκες απέναντι, στο μαγαζί του δικού της μπαμπά. Κι ενώ εγώ προτιμούσα να με θάψει ζωντανό και ανάποδα ο Ταμερλάνος αυτοπροσώπως αν θα τολμούσα να της μιλήσω, ο Βασίλης, εννιώ χρονών, το επαναλαμβάνω, έκλεισε μαζί της ραντεβού και το πιο φοβερό, πήγε!
Την άλλη μέρα ήταν πάλι, cool, calm, collected. «Που πήγατε;» ρώτησα, περιμένοντας καμιά τσάρκα στο μεγάλο πάρκο το πολύ. «Φτάσαμε στην Μπουτσάβα» μου λέει. Έμεινα ξερός, διότι η Μπουτσάβα ήταν μυθώδης τόπος όπου οι θρύλοι των προσφύγων ήταν παντοδύναμοι και αν ήσο περαστικός, έπρεπε να ανάψεις κεράκι στον Αη Γιώργη αν γλύτωνες ανέγγιχτος.
Φυσικά, έγινε αυθωρεί αρχηγός της μάγκας μας. Ήταν το όνομα που προκαλούσε, διότι μερικοί το πρόφεραν ως «πουτσάβα», κατά το «πολτάβα» με τις δέουσες καλλυντικές προσχώσεις. Γενικά, την καταγωγή μάθαμε να τη διακρίνουμε από την πλησμονή ή την εξαφάνιση μερικών συμφώνων. Ο λέγων «πριντσόλας» τας μπριζόλας ήτο πρόσφυξ, ο θλίβων το θήτα ήτο εντοπιόπουλο. Αλλά έβγαινε άκρη.
Πέρασαν τα χρόνια, μιλάμε για δεκαετίες, και φιλοσοφούσαμε κάπου, θα σας γελάσω αν ήταν στα γριβάδια του Ριμπά ή στα κοτόπουλα στη λαδόκολλα του Μαυροβουνίου οπότε έκανα ανάκληση του συμβάντος, καθώς απο τις επιτόπιες σχέσεις μας η μία απόθανε, την άλλη την μαχαίρωσαν, μια παράλλη μαχαίρωσε τον δικόνε της και του λέγω, ήταν και εποχή με ακμή των καταλήξεων στους Τουπαμάρος, την Φερεντσβάρος και άλλα εις -άρος. «Δηλαδή, Βασίλη, ως τι ακριβώς υπήρχαμε σε εκείνο το διαρκές φροντιστήριο πάθους και πόθων;» οπότε, παίζψν μου απαντά: «ήμασταν Μπουτσαβάρος».
Τότε γέλασα πολύ, τώρα, που λείπει χρόνια από το κάδρο, απλώς πόνεσα.