Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, ο Μίμης Σουλιώτης μου είχε στείλει τη φωτογραφία δύο σκύλων που ερχόντουσαν στο σπίτι του στη Φλώρινα κάθε πρωί, όταν άνοιγε το παράθυρο του ισογείου, και περίμεναν υπομονετικά να τους τρατάρει. Η εικόνα με είχε ενθουσιάσει, και για την στάση των σκύλων αλλά και για το ύφος τους, που έδειχνε τον χαρακτήρα του καθενός. Τους φαντάστηκα να είναι θαμώνες σε μπαρ και ο Μίμης να σερβίρει, και μετά σκέφτηκα ότι σε καμιά εικοσαετία εμείς οι δύο άνθρωποι θα μοιάζουμε με τους κυρίους σκύλους της φωτογραφίας, θα παρακαθόμαστε στη μπάρα και με το ίδιο ύφος θα προσμένουμε τα ποτά μας. Δεν προκάμαμε: ο Μίμης πέθανε σαν σήμερα το 2012, λογικά οι σκύλοι θα εξέλιπαν επίσης, τα μπαρ είναι κλειστά, μένουν τα ποιήματά του.
Ο Χάρος
Για την ώρα νικάει αυτός
αλλά θα τον ισοφαρίσω
όταν θα του έχω πεθάνει
και κηδεμένος με σακάκι φωτεινό κίτρινο,
με παπουτσίχρωμη γραβάτα και γραβατιές κάλτσες
και με τη σκελέα της Σκουάντρα Ατζούρα από μέσα
και τον ψιλό μου κασκορσέ, η ωνιά του θα έχει περάσει
και δεν θα μπορεί να με χαλάσει άλλη φορά
γιατί όταν θα έχω σκορπιστεί
μετά από την ήττα στα μαρμαρένια αλώνια
σαν στάχτες στο γυαλί,
εκείνος δεν θα επιχειρήσει τίποτα
γιατί θα αναιρούσε την ιδιότητά του,
γι’ αυτό θα συμπορευόμαστε παράλληλα
εκείνος τεθλιμμένος Χάρος όλο πλήξη
ενώ εγώ έχοντας ξεμπερδέψει μία και καλή,
θα είμαι ολόνεκρος σταυροκούμπωτος ή δίπετος,
παστεριωμένος στους στίχους
που για την ώρα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα
σαν γύρη από φτερά
τιναγμένα σαν μικρά χαλιά
στην τύχη.
(Μίμης Σουλιώτης, από τη συλλογή Παλιές Ηλικίες, Αθήνα 2002)