Πάντα σκέφτομαι τους ηττημένους όταν η επόμενη μέρα σημαδεύεται με την χαρά των νικητών. Και βέβαια, κανένας οίκτος για την Ευρώπη, την ποθοπλάνταχτη και παχυμουλαράτη, που έπαιξε όσο μπόρεσε την αφ΄υψηλού και την περιωπής κυρία, που μπαίνοντας το 2020, θα στερηθεί το νουά και τα παϊδάκια ενός σφαχτού της.
Η γενιά μου χωρίστηκε σε γαλλοτραφείς και αγγλοθρεμμένους, με μπόλικες παραχωρήσεις στην Ρωσία, στην Αμέρικα, στη Γερμανία και αλλού, με κορύφωση μια αρχαία πολιτική προσήλωση στη σκέψη του Μάο. Εκεί που σε οργάνωνε η πρώτη σχολή ξένων γλωσσών και σε ξαπόστελνε στα τοπία της διαλέκτου της, κολλούσες κι εσύ, ανυποχώρητα.
Δεν υπήρξα οπαδός του Ζακ Μπρέλ και του Τζίμη Μακούλη, μήτε και του Τζον Στάκας που με τα παληκάρια του, τραγουδούσαν χιλιμπίλι στα λοφώδη τοπία της Ραικήλου. Απεναντίας, κόλλησα στις βρεττανικές υποθέσεις, στα πολλές φορές κρύα ανέκδοτά τους, στην εμμονή τους ξεψειρίσματος αγαπημένων συνηθειών, στο κάρι και στη ρέγγα, στα σκοτσέζικα τοπία και στα ουαλικά βυθίσματα, ενώ ο αστικός ιστός των νήσων, δύσχρηστος και μόλις υποφερτός, παρέπεμπε στον «Υπηρέτη» του Λόουζι. Συμπαθάτε με, αλλά αυτά δεν είναι επιρροές -είναι πληγές χαίνουσες.
Καθώς ήμουν παρών σε μία από τις πιο κρίσιμες αναμετρήσεις της Βρεττανίας, στην πρώτη επιφάνεια της Θάτσερ (1979) που κράτησε εν θριάμβω σε άλλες δύο αναμετρήσεις, με το που ξετσουτσούμισε ο Κόρμπυν μια μοιραία αριστερή τρεχαγύρευε μονάδα γεννημένη για να χάνει ευκαιρίες, μάγος των καθυστερήσεων που του έπρεπε να είναι αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, ή αυλικός ποιητής των χρόνων του Ερρίκου 8ου, τον έβλεπα και είχα την προεικόνα ενός χαμένου από χέρι.
Απέναντί του, ένας φανταιζίστας (τόσο αποτελεσματικός ώστε μπόρεσε να επισκιάσει έναν διάσημο για την ιδιοσυγκρασία του Φάρανζ) που θα λησμονηθεί με ταχύτητα απόσβεσης ελληνικού καταναλωτικού δελτίου, δίπλα στον Ηλιογάβαλο και στον Κλαύδιο. Αλλά τραπεζικώς, κατασκοπευτικώς και αντιρωσικώς, θα είμεθα εντάξει.