I
Οι δύο ταινίες
17-05-2021

Στα τελειώματα της καραντίνας λόγω ξεχειλώματος της φοβίας, έτυχε και είδα (πάλι) το «Ραντεβού στην Κέρκυρα» του Ντίμη Δημόπουλου, έργο του 1959, όχι ασπρόμαυρο πλέον, αλλά πασαλειμμένο με μπογιές. Σενάριο πειραγμένο από τον Ιάκωβο Καμπανέλη, με Καρέζη, Αλεξανδράκη, Ελένη Χαλκούση και Λυκούργο Καλλέργη. Πρωταγωνιστούσε το Κλαμπ Μεντιτερανέ, η μουσική του Χατζιδάκη («κάπου υπάρχει η αγάπη μου») απόλυτα συμβατή με την κατηγορία του Άλκη Θρύλου πως ο Χατζιδάκις «γράφει στο πόδι», με υπόθεση διπλωπίας της ηρωίδας, ο πλούσιος ήρως λεγόταν Λανίτης («Λανίτη» έλεγαν μια αθλήτρια παλαιών Ολυμπιακών Αγώνων και μία οικογένεια Κυπρίων επιδραστικών που γνώρισα ότε μετερχόμουν τον δραγουμάνο πριν σαράντα χρόνους) και δεν το χόρταινα. Ο Χατζιδάκις κατάφερε και έντυσε ένα χορευτικό ιντερμέδιο με μοντέρνους ρυθμούς της εποχής, μια υποψία ροκ, ένα τσατσά και τέτοια. Η ταινία απέπνεε σοβαρότητα, παίγνιο και ευχαρίστηση λόγω ηλικιακής παρακμής του θεατή — εμού του ιδίου, πολύ βρέχω με δάκρυα τις παλαιές εικόνες.

Την Κέρκυρα την πρωτογνώρισα στην εκδρομή τελειοφοίτων του Πέμπτου Θεσσαλονίκης το 1966 και ελάχιστα διέφερε από την ταινία. Ερχόμενοι από μια διανυκτέρευση στα Γιάννενα σε ένα αυθεντικό χάνι, βολευτήκαμε σε σπίτια στο Μαντούκι και ο φιλόλογος Νικόλαος Μάνος μας οδήγησε, παίζων, στην «πλατεία των Ληστών» εννοώντας το Λιστόν και την Σπιανάδα, αντιδρών, ως δυτικομακεδών, στις τσιμπημένες τιμές. Αλλά στην ξέχειλη ανεπιτήρητη βόλτα μας, πρόλαβα να μαγευτώ από μία αυλή με πολύ πράσινο  κατεβαίνοντας από το Σαρόκο στην κολόνα του Ντούγκλα και κομπόδεσα πως κάποια στιγμή του βίου, θα ζούσα ευτυχής στο νησί, πράγμα που κατόρθωσα επί πενταετία στον επόμενον αιώνα.

Αργότερα έτυχε και υπήρξα εξ αγχιστείας συγγενής με Κερκυραίους, ειδικά Μαλτέζους και έζησα τα ειδικά χαρακτηριστικά τους και το ιδιοσύστατο του χαρακτήρα τους. Πρόλαβα την Κοτσέλα και ίχνη ενός αγροτικού βίου, ώσπου, περί το 1973 κατέληξα μετά από διαγώνια περιήγηση της Ελλάδας, από Πάτμο σε Κέρκυρα, ειδικά σε δυό αντίσκηνα στον Ύψο, με φιλικά ζευγάρια και ξενάγηση από Κερκυραίο της περιοχής Σωκρακίου, τον Σταμάτη Χοντρογιάννη. Αλλά ήταν πλέον μία άλλη χώρα αυτή που ήπρεπε να γνωρίσω, στιγματισμένη από την «Κόμισσα της Κέρκυρας» του Σακελάριου, με Ρένα Βλαχοπούλου και πάλι Αλεξανδράκη, μόνον που ήταν η νύχτα με την μέρα. Υπήρχε Μεταξόπουλος και δεινά χορευτικά, υπήρχε ο Κατσαρός και το «Κέρκυρα, Κέρκυρα και το Ποντικονήσι» με τον Σακελλάριο να υπογράφει κυριακάτικα άρθρα στον «Ελεύθερο κόσμο» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και εξαιρετικά φωνακλάδικες αλλεγκρίες.

Υπό διάφορες ιδιότητες ερχόμουν τακτικά στο νησί, πάντα διαφορετικό. Αλλά η διαφορετική αγωγή των δύο ταινιών, με στιγμάτιζε. Το ζήτημα είναι πως οι ξένες παραγωγές, όχι πρώτης γραμμής, αλλά ευπρεπέστατες είχαν ήδη γείρει την πλάστιγγα υπέρ της Νήσου, είτε ήταν η Φεδώρα, ένας Τζέημς Μπόντ, μια Σίσυ και οι διηγήσεις της οικογένειας Ντάρελ.

Εικονογραφώ το κείμενο από ένα τοπίο που έβλεπα από ένα παράθυρο των αξέχαστων Χωρεπισκόπων.