Οι διηγήσεις της ξαδέρφης Μιγάμα
22-12-2019

Δεν ξέρω τι με έπιασε σήμερα και φλυαρώ. Δεν μου αρέσει η φλυαρία. Μιλάω λίγο. Γράφω λίγο περισσότερο, αλλά και πάλι ποτέ δεν ήμουν εκείνη που γέμιζε σελίδες. Με τον καιρό μιλάω όλο και λιγότερο και γράφω όλο και λιγότερο. Μέχρι που θα απομείνω μια τελεία. Ζήτημα αν θα είναι αυτό το τέλος, βέβαια. Μπορεί να έπονται πολλά. Αλλά σήμερα σαν να θέλω να πιάσω την τελευταία ευκαίρα να δω αν μπορώ να εκφραστώ σαν την ανεξάντλητη δύναμη της καρφίτσας να μπίγει το λεπτόκορμο στέλεχός της σε ό,τι τής ορίζεται κάθε φορά.

Είναι ακούραστες οι καρφίτσες. Πάντα το πίστευα αυτό. Τις έχουμε συνήθως να περιμένουν στο μικρό τους μαξιλαράκι και θεωρούμε πως κοιμούνται, αλλά αυτές αντιθέτως εργάζονται, δηλαδή κάνουν αυτό για το οποίο κατασκευάστηκαν. Είναι χωμένες μέχρι τα ρουθούνια τους μέσα σε κάποιο ξένο σώμα. Να το συγκρατούν, να το λαξεύουν ως κύμα το ύφασμα. Καμιά φορά τις πιάνει η κακιοσύνη τους και τραυματίζουν δάχτυλα. Κάθε γλυκιά μοδίστρα έχει ρουφήξει το αιματάκι της από το δάχτυλο σε ένα δήθεν τυχαίο αυτοτραυματισμό. Πιστεύω, όμως, πως αυτές οι καταραμένες ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Θέλουν να δοκιμάσουν όλες τις εναλλακτικές τους. Έχουν μια ακόρεστη επιθυμία να τσιμπούν. Καρφίτσες. Τι να πεις.

Σήμερα είναι μια σπουδαία μέρα, όμως. Δεν χρονοτριβώ και αμέσως θα σας πω τι μου συνέβη. Απολύτως τίποτα. Και είναι τόσο συναρπαστική η ρουτίνα που ήθελα να το καταγράψω, αλλά και να υπερβάλλω… να δω που μπορώ να φτάσω τη σκέψη μου με αυτά τα πενιχρά κοινότυπα μέσα της συνήθειας.

Σηκώθηκα το πρωί κατά τις οχτώ και μισή με αυτές τις σημειώσεις για τις καρφίτσες. Τις γυρόφερνα από εδώ και από εκεί και ήθελα να δω πως μπορώ να ξεσκεπάσω τη συνωμοσία τους. Πλύθηκα και χτενίστηκα και απόρησα με τις παράλογες μου σκέψεις για ένα τόσο λεπτοκαμωμένο αντικείμενο, σχεδόν άχρηστο για τον περισσότερο κόσμο ειδικά στη σύγχρονη εποχή. Άραγε πόσοι από εσάς έχουν πια καρφίτσες στα σπίτια τους; Σε ποιον χρειάζονται αυτές οι μεταλλικές μικροσκοπικές κόγχες; Πόσο μάλλον ποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει τις παλαβομάρες μου για τις καρφίτσες;

Παρόλα αυτά για μένα ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Μάλιστα, πολλές φορές μου έβαζαν τον διάολο μέσα μου. Τις έπαιρνα και τσίμπηγα τα μπούτια της Μπάρμπι. Πολλές φορές τους έκανα τρυπητήρι το πρόσωπό τους μέχρι που τους άνοιγα τεράστιες τρύπες στις κόγχες των ματιών τους, στα χείλη και τα μάγουλα και έμοιαζαν πια με ένα ξεσκισμένο πλαστικό. Άλλες φορές ολόκληρα απογεύματα τις έχωνα μέσα στα καθίσματα του σαλονιού και προσπαθούσα να ακούσω ξανά και ξανά τον ανεπαίσθητο ήχο του υφάσματος που δεχόταν το αιχμηρό βέλος τους. Οι ίνες χωρίζονταν στα δύο και η καρφίτσα φώλιαζε εκεί μέσα. Χάίδευα το κεφάλι της καρφίτσας που ξεχώριζε και ξανά από την αρχή το τρύπημα και το παιχνίδι. Κάτι σαν βουντού χωρίς καμία ευχή και κατάρα, απλώς αγνή παιδική απώλεια χρόνου σαββατοκύριακου, που λείπει στον κάθε ενήλικα που δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του ούτε με τον χρόνο. Ίσως όχι μόνο σε αυτούς αλλά και στους οληκληρωμένους.

Τι τα θες.

Μεσημέριασε και εγώ σκεφτόμουν τις καρφίτσες.

Μέσα σε ένα κουτάκι πολυγωνικό περίμεναν κάμποσες να αδράξουν τη μέρα. Όταν πέθανε η γιαγιά μου κάποιες έμειναν για πάντα παρθένες παρά την φαλλική τους λειτουργία, λαμπερές και για πάντα αδύνατες εκεί μέσα.

Ποιος χρειάζεται μία καρφίτσα να του χαλάσει τη μέρα, είπα απέξω μου και προσπάθησα να συνεχίσω τη ζωή μου μακριά από αυτές τις ανώφελες σκέψεις. Από παιδί με υπνώτιζαν οι σκέψεις με μεγάλη αδιαφορία για το τι είναι πραγματικά σημαντικό. Φαίνεται πως τώρα που μεγάλωσα δεν έκοψα τη σηνήθεια αυτή και καθόλου συμπτωματικά περιηγήθηκα μέσα στο πατρικό μου ψάχνοντας να βρω τις υπόλοιπες καρφίτσες. Και στάθηκα έτσι μέσα στα κουτιά του μυαλού μου μπροστά από το ημερολόγιο της κουζίνας. Εκεί οι μερικές καρφίτσες κάθετα και κόντρα στο χαρτί περίμεναν ανάμεσα στους αριθμούς και τις μέρες να χρησιμοποιηθούν. Η μητέρα μου τις είχε ετοιμοπόλεμες. Παλιά σπίτια, ποιος ξέρει γιατί έπρεπε έτσι εκτεθειμένες να βρίσκοντα σε ένα τόσο εμφανές σημείο. Ναι και η ζωή μας κρεμόταν από τις καρφίτσες.

Βράδιασε ανεπαίσθητα και λέω και ξαναλέω πως αν επέλεγα ξανά ένα μονόλογο για να με γνωρίσει ένας νέος φίλος πάλι για τις καρφίτσες θα του έλεγα. Μήπως και εγώ μία καρφίτσα δεν είμαι; Πάντα σε εγρήγορση μέσα στην ασημαντότητά μου.