Οι άλλοι
07-02-2020

Noμίζω πως κατέληξα καπου. Μια πολύμηνη ασθένεια μου σκότισε το μυαλό, αδράνησε το σώμα, δύσκολα μιλάω σε άνθρωπο, ξέμαθα να γράφω, ήμουν (επιτέλους και δυστυχώς) ένα πλάνο από ταινίες που είδα και μυθιστορήματα που διάβασα. Δίχως ποίηση, που, απ΄όσο βλέπω, συμμετέχει σε έναν παλιοκαιρίσιο στραβισμό με έντονη συνδικαλιστική αποφορά.

Οι μήνες πέρασαν, δεν κατρακυλάω από κάθε ντιβάνι, έμαθα την ζωή εν δωματίω, γελάω άκεφα και υστερικά, οι εκκρεμότητες μοιάζουν συμπληγάδες και δεν μου έμεινε πτέρωμα να ξεγελάσω τον καιρό.

Πρώτη συνέπεια, μια πρωτογενής ανάλυση της δημόσιας γυμνότητας. Μπορεί να μη θέλω ν΄ανταμώσω άνθρωπο μήτε για καλημέρα, αλλά ούτως ή άλλως, τα χαιρετίσματα σπανίζουν. Απέναντί μου έχω ένα μηχάνημα – καρακαλτάκα, που ζορίζεται να εκφέρει μια γνώμη. Ήρθε κι έδεσε η Κρίση, δέκα χρόνια μετά. Δεν καταλαβαίνω πλέον γιατί ο κόσμος δεν κυκοφορεί με τη σφαλιάρα έτοιμη σε πρώτη ζήτηση. Μετά, συνέρχομαι: έγιναν έτσι οι άνθρωποι, ηλίθιε, ρατσιστές, φοβικοί, συντηρητικοί, χωρις έμφυλη ταυτοποίηση. Αποφεύγω τους φίλους επειδή τους ντρέπομαι -καιρός ήταν.

Πάντως, για να αφήσουμε τα «ήξεις αφήξεις», κυβέρνηση και αντικυβέρνηση είναι βαθέως συμφωνούντες οργανισμοί, υποταγμένοι στο δήθεν δημόσιο συμφέρον, ταυτόσημοι πλην με διαφορετική ύφανση ρητορικής, όσο παλαιότεροι στην πιάτσα, τόσο πιο εγκαρτερούντες, τελεσιδίκως συγκυβερνούν, αλλά χρησιμοποιούν αμφότεροι άλλα ρήματα. Συνένοχοι, συνυπεύθυνοι, άμαθοι και όσο εμφανίζονται οι δηλώσεις τους, τόσο πιο ντουγάνια δείχνουν.

Ώσπου να με πατήσει το πρώτο μηχανάκι και να ακούσω το πρώτο «στραβομάρα» πολύ θα ήθελα να συντάξω ένα ντε προφούντις κείμενο αλλα εντέλει δεν θέλω. Εξάλλου τελευταία διαβάζω Σαλλούστιο και νοσταλγώ μόνον μια μαύρη τούμπα, πηγή πυριτόλιθου, την οποία ανακαλώ και είναι η μόνη που με κάνει να δακρύζω.

Τα υπόλοιπα, ένας μακάβριος συγκερασμός από «κουρδιστό πορτοκάλι» και μισές σκηνές από Μπέργκμαν:

Νικήθηκαν. Στη Ζάμα ο ένας, στο Βατερλώ και στην Πολτάβα οι άλλοι.