Οι νέοι γείτονες πάλι τσακώνονται. Δεν τους έχω δει ποτέ. Μόνο, άπαξ του μηνός, τους ακούω. Ο προφανώς μεγαλύτερος, λούζει τον μικρότερο με αγριοφωνάρες και εκ των ήχων προκύπτει ότι του πετάει τα ρούχα έξω και τον καταδικάζει σε εξορία. Ο μικρότερος, δεν αντιδρά. Δεν είναι συγγενείς, επειδή από την χοάνη του κλιμακοστασίου προκύπτει πως τον βρήκε και τον περιμάζεψε, κι ο μικρός τον πληγώνει επειδή δεν ξεκολλάει από τις παλιές παρέες του και χάνεται σε ανόσια ξενύχτια. Χτυπάνε πόρτες εκνευρισμένα και ενίοτε, σπάζουν γυαλικά.
Σιωπή μετά. Αυτό κρατάει μερικές μέρες και μετά, ακούγονται συρσίματα επίπλων-κάποια αναδιάρθωση της διαρρύθμισης και η μαλακή φωνή του μικρού, βελούδινη, που κάτι λέει χαμηλόφωνα και ο μεγάλος πατάει χάχανα και γέλια, θαρρείς και του άρεσε το ανέκδοτο. Χάνονται μετά επί εβδομάδες στη βούβα, ώσπου να σκάσει η νέα αταξία.
Φοβερή γειτονιά. Τόσα κλιμακωτά δώματα ολόγυρα, ψυχή ζώσα δεν βγαίνει στον καθαρό αέρα, χειμώνα- καλοκαίρι. Βγαίνω σπανίως να απλώσω με το βρακί κάνα ρούχο ή να ρίξω σποράκια στα ασελγή περιστέρια, και είναι σα να ανακάλυψα γαμάτη παραλία, κέντρο απόκεντρο, χωρίς κολυμβητές. Στο Λιμένι, στον Ρακοπόταμο, στην Τριστινίκα. Άηχος κόσμος. Μόνο σε κάποια σπάνια επιστροφή, κατεβαίνοντας από την Ιοφώντος, βραδάκι, από μερικές σχισμές φωτισμένων παραθύρων ακούω Τανιμανίδη στο Σαρβάιβορ και προσανατολίζομαι.
Βουλγαρία, Αλβανία, Αίγυπτος, Κύπρος ή Αίγυπτος;
Ας περιορίσω τον ανύπαρκτο κατάλογο της Αποδημίας. Mακριά πάντως από τον κύριο Φίλη, κι όπου να’ ναι.