Αυτή η λέξη, καθώς προφέρεται ως ευγενική εντολή, έχει καταχωρηθεί στην συνείδησή μου είτε σαν μια ελάχιστη χρονική παρένθεση εν μέσω μιας οδυνηρής δοκιμασίας, είτε επειδή σηματοδοτεί το τέλος αυτής της οδύνης. Είναι η συνήθης κουβέντα που λέγεται από τον οδοντογιατρό, όταν θέλει να καθαριστεί η στοματική κοιλότητα του ασθενούς από το περιρρέον αίμα που εμποδίζει το γιατρό να συνεχίσει τη δουλειά του.
Δεν μπορώ να θυμηθώ έναν οδοντίατρο που να κάθισα άνετα στην πολυθρόνα του. Μπορώ όμως να θυμηθώ αρκετούς που μου προσέφεραν μια λαμπρή συλλογή από τους χειρότερους πόνους της ζωής μου. Για μην περάσει η ιδέα μιας ατραυμάτιστης ζωής μπορώ να ανακαλέσω μερικά κατάγματα στα πάνω και στα κάτω άκρα, μια σειρά ραμμάτων στο τριχωτό της κεφαλής, στο δεξί αγκώνα, στο αριστερό καλάμι, κάτι ξεγυρισμένα λουμπάγκα, για να μην κάνω λόγο για τις χαίνουσες πληγές της καρδιάς μου, που διάφορες δεσποινίδες, ωσαύτως και κυρίες έστερξαν να με φιλοδωρήσουν.
Αλλά έτσι είναι η ζωή των αγοριών. Τα τραύματά τους είναι παράσημα σε αυτήν την ακήρυχτη και μόνιμη πολεμική της ζωής.
Μην χανόμαστε όμως. Ξεπλύντε! Αυτό είναι το θέμα μας. Δεκέμβριος του ’66. Ετών εννέα. Κρύο και των γονέων. Στο τραπεζάκι του φτωχικού, ισόγειου γωνιακού οδοντιατρείου σε πάροδο της λεωφόρου Θησέως λίγο πριν τη Χαροκόπειο σχολή, η «Απογευματινή» με το ρεπορτάζ από τη βύθιση του Ο/Γ. «Ηράκλειο» στη Φαλκονέρα. Δράμα. Σε δέκα λεπτά χάθηκαν 277 ψυχές. Κοιτάω μια την εφημερίδα και μια τη Ζωίτσα και η παιδική ζωή μου είναι άραχλη. Η Ζωίτσα είναι το δικό μου πρόβλημα. Μελαχρινή, ψηλή, ογκώδης, με επιβλητικό μπούστο και γιγάντιο κότσο, λευκή ρόμπα, χαρμόσυνο χαμόγελο, αλλά κυρίαρχη. Ανύπαντρη σαρανταφεύγα, πολύ φοβούμαι και αειπάρθενος, με την μαμά της πανταχού παρούσα και το ιατρείο της, του οποίου οι πόρτες έκλειναν με ρολά, γεμάτο από εικόνες Αγίων.
Δεν μπορώ να επικαλεστώ ούτε το Θεό. Για μένα ήταν πανταχού Απών.
Εξαγωγή, η δουλειά. Φαίνεται πως ο σχωρεμένος ο γέρος μου, είχε βάλει τα καλύτερα υλικά και τα νεογιλά δεν έλεγαν να αποχωρήσουν. Στο μεταξύ πίεζαν να βγούν τα μόνιμα. Έπρεπε λοιπόν να αφαιρεθούν. Πόνος και ζόρι. Δηλαδή εγώ πονούσα, η Ζωίτσα ζοριζόταν. Και καθώς πονούσα και τραβιόμουν, έχανε την υπομονή της, ξέχναγε τα χαμόγελα, έβαζε τις φωνές και με κοίταζε με τα μαύρα μάτια της, αυστηρά και θυμωμένα ως μη συνεργάσιμο παλιόπαιδο. Πρόβαλε και η μαμά της από το παραβάν, έμπηγε και εκείνη καμιά φωνή. Γύριζαν και οι άγιοι μπροστά μου, με τα λιβάνια τους αναμεμειγμένα με τις φαρμακευτικές μυρουδιές. Σουρεάλ και Δράμα ομού.
Για κακή μου τύχη, το έργο συνεχιζόταν και στα πρώτα μετεφηβικά χρόνια και μάλιστα στο δωμάτιο που μεγάλωσα. Αλλάξαμε σπίτι και νοικιάσαμε το δικό μας στη Ζωίτσα. Τι κέντα ήταν αυτή! Και που έβαλε το ιατρείο της η σαδίστρια; Στο δωμάτιο μου. Ήταν και γωνιακό, όπως το προηγούμενο. Είχα πια μεγαλώσει, έτσι τουλάχιστον νόμιζα και νόμιζαν. Μπορεί να ήταν και έτσι αλλά ο φόβος, φόβος. Αποφάσισα να πηγαίνω εκεί σουρωμένος. Έπινα κάνα κιλό ρετσίνα κατέβαζα και κάτι Μαυροδάφνες, σε ποσότητες που μπορούσαν να ρίξουν στο καναβάτσο σοβαρούς πότες όχι παιδαρέλια σαν κι εμένα, αλλά παρέμενα πιο νηφάλιος και συγκεντρωμένος από τον Neil Armstrong όταν πατούσε την μπότα του στη θάλασσα της Γαλήνης. Μόλις περνούσα το κατώφλι του πατρικού και ανέβαινα τα σκαλιά, ένα ποτάμι να είχα πιει, έβλεπα τον κότσο, την άσπρη ρόμπα, την μαμά και συνερχόμουν.
Είχα ξεκινήσει άσχημα, πολύ άσχημα με τους οδοντογιατρούς και δεν κατάφερνα να ισιώσω. Πόσους και πόσες δεν άλλαξα. Πουθενά δεν ένιωσα άνετα. Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να ήταν όλοι αλμπάνηδες. Άρα εγώ ήμουν το πρόβλημα. Και πάντα η ίδια λέξη. Από το: «ξέπλυνε Νικολάκι», χρόνο με το χρόνο πήγαμε στο: «Ξεπλύντε», αλλά το νόημα και ο φόβος παρέμεναν όμοια και απαράλαχτα.
Το ’76 – ’77 είχα δει και μάλιστα δυο φορές, το Marathon man με τον sir L. Olivier, τον D. Hoffman και την Μ. Keller, την οποία θα εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ, ένα χρόνο αργότερα, στο Bobby Deerfield. Ο κακός ναζί, λοιπόν, βασανίζει τον καλό αμερικανό κακοποιώντας του τα δόντια. Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Σπάστου το χέρι, πυροβόλησε τον στο γόνατο, όπως τα παλικάρια στην Ιρλανδία, αλλά όχι και τα δόντια.
Και οι οδοντογιατροί πύκνωναν στη ζωή μου. Όπως ο Χρήστος, καλός γιατρός πρέπει να ήταν, παρά το γεγονός ότι η παλάμη του ήταν λίγο μεγαλύτερη από την παλάμη του George Foreman και η Γερμανίδα καλή θα ήταν, αν και ποτέ δεν ταιριάξαμε, καθότι με Αλεμάννικη παιδεία. Κι ο Αλέξης ευγενέστατος, κύριος και με τα Πορταχέλια του και τις αρμάτες του και ελαφροχέρης πάνω από την πολυθρόνα. Δια να μην αναφέρω εκείνον με το Μεξικάνικο επώνυμο που αφαίρεσε 50 έουρος από το πορτοφόλι μου πιο αριστοτεχνικά από ότι ο Harry Houdini έλυνε στον πάτο της θάλασσας, τις βαριές καδένες γύρω από το λαιμό του, στο μισό χρόνο απ’ αυτόν που ανέβαινε ο Μάκης Σαλιάρης στη Ριτσώνα με το Chevron.
Να μην λησμονήσω και τον Τάκη. Άρχων, προς το στρουμπουλό και το ιατρείο του σαν συνεργείο. Όχι δεν εννοώ ότι δεν πληρούσε τους κανόνες υγιεινής. Τουναντίον μάλιστα. Εννοώ ότι όπως τα δυνατά συνεργεία αυτοκινήτων, έχουν δέκα ανυψωτικά αριστερά και δέκα δεξιά έτσι και το ιατρείο του, είχε δέκα πολυθρόνες αριστερά και άλλες τόσες δεξιά. Βιομηχανία. Ερχόταν και στο τέλος η γιατρέσσα με μπλοκάκι και ρωτούσε τον ασθενή: «Με ή χωρίς απόδειξη;» Ωραίος ο Τάκης με τα 911 και τα Beneteau του. Πετυχημένος αναμφίβολα.
Και πάντα η ίδια λέξη: Ξεπλύντε. Το ίδιο νόημα.
Έκανα και κάτι αποχές, πιο μακρές από τους πιο συνεπείς απεργούς. Ένα χρόνο απεργούσαν οι Ινδοί κλωστοϋφαντουργοί από τα εργοστάσια. Αμετακίνητοι αυτοί, αμετάπειστη και η Ιντίρα. Το έκλεισαν το μαγαζί. Έτσι κι εγώ, κι ακόμα περισσότερο. Είχα αποκλείσει το στόμα μου από τα οδοντιατρεία και την στοματική υγιεινή. Δεν μας βγήκε σε καλό.
Κοντά στο φόβο είχα και κάτι άλλο. Αισθανόμουν ευάλωτος, πολύ ευάλωτος στα χέρια τους. Έβαζαν τα δάκτυλα τους στο στόμα μου, πίεζαν τα ούλα, οι λιγότερο δεξιοτέχνες συνέθλιβαν τα χείλη μου με τα μεταλλικά εργαλεία τους. Ένοιωθα σαν ζώο, που το ψαχούλευαν να διαπιστώσουν αν είναι ικανό να κάμει τη δουλειά.
Οι δεκαετίες να περνούσαν αλλά τα αισθήματα και οι φόβοι μου παρέμεναν ακλόνητοι. Και τώρα; Τώρα πως είμαι; Έχω την ατυχία να έχω καλό άνθρωπο για οδοντίατρο. Έχω την ατυχία να με έχει καταλάβει και να μου συμπεριφέρεται όπως ακριβώς πρέπει ώστε να με καθίζει σε αυτή τη ριμάδα την πολυθρόνα του πόνου. Φοράει και τα γυαλάκια της, μεγάλωσε και αυτή, άλλο αν παραμένει φυσικά ατσαλάκωτη.
Βέβαια. Η Κατερίνα. Με τα κάτοπτρα και τις λαβές, τα ξέστρα, τις φρέζες και τα βουρτσάκια και με άπειρη υπομονή για ένα τόσο ταλαιπωρημένο, ίσως και κάπως στριμμένο ασθενή.
Και τι άλλαξε; Να: εκείνο το «Ξεπλύντε» που από ευγενική εντολή, μεταμορφώθηκε στο σχεδόν φιλικά παρακλητικό: «Νικόλα ξέπλυνε». Έχει μαλακώσει μέσα μου ο φόβος. Αλλά είναι παρών.