Το τραγούδι «Ξενοδοχείον Κέκρωψ» ήταν το δεύτερο που έδωσα προς μελοποίηση στον Σταμάτη Κραουνάκη για τον δίσκο του «Μόνον Άνδρες» με ερμηνευτή τον Γιώργο Μαρίνο, ο οποίος αντιπρότεινε να το ονομάσουμε καλύτερα «Δάμων και Φιντίας», αλλά αρνήθηκα κατηγορηματικά. Η αρχή θυμάμαι είχε γίνει με το «Δακτυλικά αποτυπώματα». Στον δίσκο, όταν μπήκα κι εγώ ως σφήνα, παρότι ήταν δρομολογημένος ήδη σε στίχους του Γιώργου Παυριανού και του συνθέτη, βρέθηκα στο τέλος να συμμετέχω με τέσσερα τραγούδια. Επρόκειτο για ένα τολμηρό δισκογραφικό εγχείρημα, τουλάχιστον για την εποχή που κυκλοφόρησε. Φθίνοντος του 1983 συγκεκριμένα.
Οι στίχοι του μιλάνε για ένα υπαρκτό ξενοδοχείο επί της οδού Τσαγκάρη 13, ένα κάθετο στενό στην Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας, περίπου στο ύψος της Πύλης του Αδριανού. Αν και ήταν κακοφωτισμένη η ταμπέλα μπορούσες άνετα να διακρίνεις τα γράμματα και να διαβάσεις στα πεταχτά το ξεθωριαμένο από τότε όνομά του: Ξενοδοχείον «Κέκρωψ». Επρόκειτο για ένα τριώροφο κτίσμα, νεοκλασσικό πιθανόν. Oι μεταγενέστερες επισκευές και τροποποιήσεις είχαν αλλοιώσει εντελώς οποιοδήποτε χαρακτηριστικό στοιχείο της αρχικής του εμφάνισης. Μόνον οι δύο ασήμαντοι κίονες που είχαν ξεμείνει στην είσοδο, προσπαθούσαν μάταια να λαμπρύνουν με την ύπαρξή τους τον ολοφάνερο ξεπεσμό του. Εδώ και πολλά χρόνια παραμένει σφαλιγμένο και σκοτεινό. Αλλά όταν ο δρόμος μου με φέρνει από εκεί, πάντοτε κοντοστέκομαι για λίγο και το χαζεύω, αδύνατον να προσπεράσω αδιάφορος. Στις κάμαρες εκείνες, τις ψηλοτάβανες και παλιακές με τα κλειστά πλέον παράθυρα, πέρασα μερικές από τις ωραιότερες νύκτες της πρώτης μου νεότητας. Νύκτες τόσο εξαίσιες και τόσο γενναίες ερωτικά, όπως θα έλεγε κι ο Αλεξανδρινός!
Ο Δημήτρης Γκομόζιας είχε την πληροφορία και μου το πρότεινε. Άλλος τρόπος να στεγάσουμε τον έρωτά μας δεν υπήρχε. Ήμασταν συνομήλικοι, στα εικοσιένα και οι δύο. Εγώ μάλιστα υπηρετούσα ακόμη στον στρατό, ήμουν φαντάρος. Εκείνος, λόγω αναβολής, όχι. Η γνωριμία μας, σχετικά πρόσφατη, είχε πυροδοτήσει από την πρώτη στιγμή ένα τρελό πάθος ανάμεσά μας. Λιώναμε κυριολεκτικά ο ένας στην θέα του άλλου. Βρισκόμασταν σε κάθε ευκαιρία, όποτε δηλαδή το επέτρεπε η υπηρεσία μου στον Αυλώνα κι έβγαινα εξοδούχος. Δίναμε σταθερά ραντεβού στο πίσω μέρος της Ρωσικής Εκκλησίας. Εκείνος ερχόταν πεζή από τα Πετράλωνα όπου έμενε κι εγώ από τους Αγίους Αναργύρους έχοντας αλλάξει δύο συγκοινωνίες. Συναντιόμασταν ασθμαίνοντας κι όλο λαχτάρα. Πλην όμως δεν είχαμε που να πάμε. Συνήθως καθόμασταν με τις ώρες στο πατάρι μιας καφετέριας επί της Μητροπόλεως που έβλεπε στην πλατεία Συντάγματος. Πίναμε καφέδες, καπνίζαμε και συζητούσαμε με τις ώρες. Συχνά, εξ αιτίας της ερωτικής έντασης μάλλον της μη δυνάμενης να εκτονωθεί, καυγαδίζαμε. Πότε – πότε σταματούσαμε απότομα τις αψιμαχίες και κοιταζόμασταν στα μάτια σιωπηλοί όλο σημασία, λαίμαργα. Ή αγγίζαμε φευγαλέα και τυχαία δήθεν τα χέρια μας. Εκείνες τις στιγμές ήταν τόσο φορτισμένη η ατμόσφαιρα που και ο παραμικρός σπινθήρας ήταν αρκετός θαρρείς για να γίνει παρανάλωμα το μαγαζί. Μαζί του κι εμείς. Μήπως και γλιτώναμε έτσι από το βάσανο της επιβεβλημένης απόστασης που μας χώριζε. Ή πιο σωστά της απόστασης που εμείς οφείλαμε να κρατάμε αναγκαστικά μεταξύ μας για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας.
Στο άκουσμα της πρότασης σφίχτηκα. Δεν είχα περάσει ποτέ μου το κατώφλι ενός τέτοιου είδους ξενοδοχείου, χαρακτηρισμένου και ύποπτου. Φοβόμουν τα τυχόν παρατράγουδα. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μπουκάρει καμιά «Ασφάλεια» και τότε φασκελοκουκούλωστα… Από την άλλη, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση στο φλέγον ζήτημα της ερωτικής στέγασης. Έμοιαζε να είναι η μοναδική επιλογή μας. Και προσιτή στο πενιχρό χαρτζιλίκι μας. Χώρια την δυνατότητα που παρείχε στους πελάτες, αυτής της πιο συφερτικής «μιας ώρας», αντί της γνωστής ταρίφας «μέχρι το πρωί». Τα πρόχειρα καταλύματα γιαπιά και γκρεμίδια της γύρω περιοχής τα είχαμε εξαντλήσει προ πολλού. Αλλά τι μπορούσες να κάνεις κι εκεί στα όρθια; Άσε δε που θα έπρεπε να είσαι μόνιμα σε επιφυλακή, με την ψυχή στο στόμα. Είχαν υπάρξει φορές που γλιτώσαμε παρά τρίχα από κάποια αγριεμένη αγέλη σκύλων. Κινδυνέψαμε να μας δαγκώσουν άσχημα οι συμπαθείς κατά τ΄ άλλα κοπρίτες. Με βαριά καρδιά και μεγάλη ανησυχία είπα τελικά το ναι.
Την πρώτη φορά, φτάνοντας απ’ έξω, αναβάλαμε κάμποσες φορές την απόφασή μας. Δυστυχώς είχαμε δει να πλησιάζουν και να μπαίνουν μέσα άλλα παράνομα ζευγάρια. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας μη τυχόν μας συμβεί καμιά απροόπτη, όσο και δυσάρεστη συνάντηση. Ο διάβολος, ως γνωστόν, έχει πολλά ποδάρια. Συνεχίσαμε να κάνουμε κύκλους πέριξ του ξενοδοχείου, μέχρι να πετύχουμε την κατάλληλη στιγμή που θα ήταν άδεια από πελάτες η είσοδος. Τέλος, πήραμε φόρα κι ανεβήκαμε ψύχραιμοι υποτίθεται κι αδιάφοροι τα «αμαρτωλά» σκαλοπάτια. Πίσω από τον γκισέ μας καλησπέρισε όλο χαμόγελα ένας ηλικιωμένος άνδρας. Κάτι είπε για τον καιρό και το μόνο που ρώτησε ήταν αν θα χρησιμοποιούσαμε το δωμάτιο για μια ώρα ή ως το πρωί. «Μέχρι το πρωί», απαντήσαμε και οι δύο ταυτόχρονα, λες και ήμασταν συνεννοημένοι από τα πριν. Ευτυχώς, αστυνομική ταυτότητα δεν μας ζητήθηκε να αφήσουμε. Πληρώσαμε, μας έδωσε το κλειδί και ανεβήκαμε με τις σκάλες στον 2ο όροφο, αναζητώντας το δίκλινο 202. Επιτέλους μπήκαμε στο δωμάτιο, ανάψαμε το φως και κλείσαμε πίσω μας την πόρτα. Και τότε, προτού αγκαλιαστούμε, κοιταχτήκαμε για μια στιγμή σιωπηλοί, όπως συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους που έτυχε να ζήσουν μια δύσκολη κατάσταση, που μόλις πέρασαν από μεγάλη δοκιμασία. Και που τελικά, καλά τα κατάφεραν!
Όλο το βράδυ ζήτημα ήταν αν κοιμηθήκαμε κανένα τρίωρο. Ανοιγόκλειναν πόρτες διαρκώς, φωνές ακούγονταν στο διάδρομο, κάποτε και βρισιές ακόμα ξεχωρίσαμε. Υπήρχε ένα ασταμάτητο πήγαιν΄ – έλα. Με το πρώτο φως της μέρας διαπιστώσαμε το γκρίζο χρώμα των σεντονιών, την ξεφτισμένη οροφή, τις θλιβερές κουρτίνες. Μα δεν βαριέσαι, όλα αυτά ήταν παρονυχίδες μπροστά στο μέγα γεγονός της περιφρουρημένης από αδιάκριτα βλέμματα αγκαλιάς. Μπορούσαμε να συμπεριφερθούμε κι εμείς όπως ακριβώς το επιθυμούσαμε. Να επιδοθούμε, επιτέλους, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, σε όλα τα κόλπα και τα ερωτικά παιχνίδια που μέχρι τότε ήταν αποκλειστικό προνόμιο της φαντασίας μας. Γυμνοί όπως μας γέννησε η μάνα μας, γεμάτοι νιάτα κι έξαψη, ανακαλύπταμε τις απροσπέλαστες χάρες, όλη την κρυφή γοητεία του άλλου σώματος. Τις μυρωδιές, τους ολισθηρούς γκρεμούς, τις επικίνδυνες χαράδρες μα και το αγαπημένο στέρνο με το λεπτό ακόμη της εφηβείας τρίχωμα, πλάτωμα ιδανικό για μιαν ανάσα ξεκούρασης. Εκεί ή στην ζεστή καμπύλη του λαιμού. Προς το μεσημεράκι, άυπνοι μα χορτασμένοι από φιλιά και χάδια, είπαμε να εγκαταλείψουμε το δίκλινο 202 και να επιστρέψουμε στα τίμια πλην ανυποψίαστα σπίτια μας. Θα μας περίμεναν οι δικοί μας, ήταν σίγουρο, να καθίσουμε όλοι μαζί οικογενειακώς γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι. Την τελευταία στιγμή προτίμησα να παραμείνω λιγάκι πιο πίσω. Ας έβγαινε πρώτος ο Δημήτρης και θα τον ακολουθούσα με ελάχιστη καθυστέρηση. Ήθελα να τον προφυλάξω από το ενδεχόμενο να πάει κάτι στραβά κατά την έξοδο. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, ας έτρεχε εκείνος να γλιτώσει. Θα έμενα να το αντιμετωπίσω μόνος μου. Και ορίσαμε, εκτός απροόπτου, να συναντηθούμε αμέσως μετά στην επόμενη γωνία για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.
Με μικρές παραλλαγές το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Συνήθως τα Σαββατόβραδα αποτολμούσαμε το εγχείρημα του ξενοδοχείου. Σπάνια παίρναμε την μεγάλη απόφαση μεσοβδόμαδα. Βγαίναμε από νωρίς βεβαίως και αφού κάναμε διάφορα, καταλήγαμε στο κρησφύγετο της οδού Τσαγκάρη. Πιο πριν, περνούσαμε ενίοτε για κανένα ποτό από το μπαρ «Ζώδια» της οδού Θόλου, ψηλά στην Πλάκα. Έτσι, τιμής ένεκεν, καθότι ήταν το μαγαζί που γνωριστήκαμε. Μόνιμα καθόμασταν στην μπάρα. Μας σέρβιρε ο κύριος Κώστας, άνθρωπος ιδιαίτερα χαριτωμένος κι αλέγρος με το χαρακτηριστικό παρατσούκλι «Τσιν – Τσιν». Μεσήλικας με εκκεντρικό ντύσιμο και κουρεμένος εντελώς γουλί αλά Τέλης Σαβάλας, ήταν κάτι το ασυνήθιστο εκείνα τα χρόνια, αν όχι και αλλόκοτο. Το ξυρισμένο κεφάλι σε συνδυασμό με το λεπτότατο μουστακάκι το λεγόμενο και ποντικοουρά που διατηρούσε το επάνω χείλος, τον έκαναν να θυμίζει ελαφρώς κινέζο, εξ ου και το δισύλλαβο «Τσιν – Τσιν». Κάπνιζε ταυτόχρονα δυο – δυο τα τσιγάρα κι έπινε σα σφουγγάρι από δύο ποτήρια επίσης. «Καλώς τις αγάπες μου» αναφωνούσε μόλις μας έβλεπε να καταφθάνουμε με τον Δημήτρη. «Τι να σας ετοιμάσω γλυκά μου αγόρια;», μας ρωτούσε όλο νάζι. Δίναμε την παραγγελία και μας σέρβιρε τα ποτά πάντοτε με το ίδιο συνοδευτικό σχόλιο: «Ορίστε, έτοιμα τα καταπότια σας, αγάπες μου!». Κι έσπευδε να μας κάνει τόκα και με τα δύο δικά του ποτήρια… Μια φορά μάλιστα κατά την είσοδό μας είχε πεί, προς κολακείαν των νεοαφιχθέντων πελατών του, το εξής παροιμιώδες ευφυολόγημα: «Καλώς το ξανθό αριστούργημα και το μελαχρινό αραβούργημα».
Ο Δημήτρης ήταν ένα αγόρι σπάνιας, πραγματικά, μελαχρινής ομορφιάς. Αλλά κι εγώ ο ξανθός με την σειρά μου, δεν πήγαινα πίσω. Δεν χρειάζονται πλέον μετριοφροσύνες, είναι περιττές. Στάθηκα τυχερός. Και ναι, υπήρξα ως νέος ιδιαίτερα ευνοημένος από την φύση. Πλην όμως ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν άφησε τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Εκτός ίσως από μιαν αδιόρατη αχλύ της πάλαι ποτέ καλλονής που την αισθάνομαι, χωρίς υπερβολή, να με περιβάλλει ακόμη. Πιθανόν και ισόβια. «Ωραίος νέος, ωραίος γέρος» λέει μια σχετική παροιμία. Η σχέση μας κράτησε μόνο μερικούς μήνες και διακόπηκε ξαφνικά. Για μένα ήταν κυριολεκτικά κεραυνός εν αιθρία. Μου πήρε χρόνια να το ξεπεράσω και να πάω παρακάτω. Ομολογώ πως είμαι, διαπιστωμένα πλέον, τραγικά αργός σε κάθε περίπτωση συναισθηματικής απεμπλοκής. Από το 1977 μέχρι το 1983 που κυκλοφόρησε ο δίσκος «Μόνον Άνδρες» με το τραγούδι «Ξενοδοχείον Κέκρωψ», είχε περάσει μια εξαετία. Του τηλεφώνησα, αρκετά φορτισμένος είναι η αλήθεια, για να του πω τα ευχάριστα. Η αντιμετώπισή του ήταν μάλλον αδιάφορη. Και σίγουρα δεν διαπίστωσα καμιά συγκίνηση στον τόνο της φωνής του. Προφανώς και ήμουν ερωτευμένος ακόμη μαζί του. Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν τηλεφώνησα και το 1995 για να του πω ότι επανακυκλοφόρησε το τραγούδι μας με τον καινούργιο τίτλο «202» και την ερμηνεία της Άλκηστης Πρωτοψάλτη αυτή την φορά. Και ότι μπορεί να το βρεί, αν θέλει, στο διπλό C.D. του Σταμάτη Κραουνάκη «Όταν έρχονται οι φίλοι μου». Τότε τον άκουσα να μου λέει, ελαφρώς σοκαρισμένος, ότι είχε πρόσφατα χειρουργηθεί στο κεφάλι για την αφαίρεση ενός καλοήθους ευτυχώς όγκου. Απέφυγα να μπω σε περιττές λεπτομέρειες. Ευχήθηκα περαστικά και του πρότεινα να βρεθούμε από κοντά για έναν καφέ. Μου υποσχέθηκε πως θα το φρόντιζε άμεσα. Δεν στάθηκε δυνατόν. Κάποτε τον αναζήτησα εκ νέου. Ο αριθμός του τηλεφώνου του είχε πλέον αλλάξει. Φίλοι κοινοί ή γνωστοί δεν υπήρξαν ποτέ για να πληροφορηθώ αν είναι καλά. Κάτι που εγώ ολόψυχα εύχομαι και παρακαλάω να συμβαίνει.
Υ.Γ.
Πρόσφατα, σε μια κοινωνική εκδήλωση, με πλησίασε η Μ. Β., γνωστό πρόσωπο του δημόσιου βίου και με ρώτησε αν είμαι εγώ ο στιχουργός του τραγουδιού «Ξενοδοχείον Κέκρωψ». Συγκατένευσα βεβαίως και τότε μου αποκάλυψε ότι την ίδια χρονική περίοδο που έκανε πιάτσα στο Κολωνάκι, τόσο εκείνη όσο και τα υπόλοιπα κορίτσια, εκεί πήγαιναν κάθε βράδυ με τους πελάτες τους… Προφανώς, εκτός του δικού μου, στέγασε και πολλούς άλλους έρωτες το παλαιό Ξενοδοχείον «Κέκρωψ». Λιγότερο ή περισσότερο εφήμερους, τι σημασία έχει; Αυτό που μετράει είναι πως υπήρξε ένας αληθινός ναός της κάθε μορφής έρωτα.