Πρωθυπουργός 54 μηνών και δεν λέει να καταλάβει πως η αραλίδικη συμπεριφορά έχει επιπτώσεις. Δεν μπορεί να μιλάει για Καστελόριζο και γεωτρήσεις, να αποδεικνύεται πως τα Μεμέτια στόχευαν τρύπες στα κατεχόμενα και αυτός να πιστεύει πως τρόμαξαν με την αυτόκλητη παρέμβασή του.
Μία κυρία του Κέντρου νομίζει πως κεντάει μακραμέ στα πέτα των αυτομόλων της την ώρα που από παντού το υποβρύχιο μπάζει. Κι ο άνετος φοβικός κυρίαρχος διατείνεται πως αν δεν λάβει την αυτοδυναμία, αλλά πρωτεύσει, θα ξαναδιαλύσει το μαγαζί και θα ξαναγίνουν εκλογές με Απλή, ξεχνώντας να σημειώσει «πρώτα βέβαια θα νομοθετήσουμε ένα καλύτερο σύστημα για τις μεθεπομενες εκλογές. Η πολυκοσμία αρχίζει να στενεύει τις λαιμαριές.
Θα το ρημάξετε το Θέρος, σίγουρα, ναι. Τολμώντας άσκεφτα ένα Εθνικό Μάτι. Δεν περνάει ώρα και μέρα που να μη εκτοξεύσετε μια παλούκα που την παίρνει ο αντίπαλος και την κάνει βούκινο, Λόγια στα λόγια, βέβαια.
Ελάτε λοιπόν στον πηχτωμένο με λαφιάτες, βδέλλες και αστρίτες λειμώνα του πέραν της λογικής Υβριστικού Λόγου. Που επιστρέφει στο μόνον του Γένους επάγγελμα, το Υστερικό Μπινελίκι. Αγνοωντας πως ο ενοχλημένος λαφιάτης δεν δηλητηριάζει, αλλά δένει κομπο την ουρά του και σε κάνει μπλε μαρέν.
Καταγραφή που δεν οδηγεί σε συμπεράσματα
Ποσώς μ΄ενδιαφέρει αν τους λέμε αράπηδες, τζιδιούς, γιούφτους, βουλγαρίτσες, ζάσταβα και μύρια όσα άλλα. Διότι για κάθε μιλέτι ομόγλωσσο και ομόγνωμο, επιφυλάσουμε την βλαχάρα, τον ντουρντουβάκι, τον Αυστριακό, τον πάντα Πατρινό, που συνοδεύεται από πέντε λέξεις από “πει” (λατρεύουμε τις παρηχήσεις) το «γεια και χαρά σας βρε παιδιά και τ΄αροπλάνο πέφτει» (απάντηση ομαδική: έλα, έλα και τ΄αροπλάνο πέφτει)
Ακόμη και οι γείτονες βαφτίζονται καβαλημένοι, στριμμένοι, πήδουλες, τρελοκαμπέρες, αλτσχάιμερ, ιδιωτικώς και στο ασανσερ «πολύ καλημέρα σας, πως πάμε;»
Ακομη και στο στενό εθνωτικό περιβάλλον, ο Τραπεζούντιος είναι φίνος κι ακατάδεχτος, ο Σαμσουνταίος παρανοϊκός και από το Ορντού, παρακατιανός.
Οι πολιτικοί λοιδωρούνται αβέρτα, οι παπάδες άστα να πάνε, ασε τις γυναίκες, τους άντρηδες και τα κωλόπαιδα, παντού. Στο σχολειό τα ίδια, στο στρατό γάμησέ τα. Το κουτσομπολιό οργιάζει και τα επαγγέλματα δονούνται από επισφαλείς χαρακτηρισμούς. Για τους γέρους, τους ανάπηρους και τους «μορφωμένους» άλλα μπινελίκια. Ας αφήσουμε λογοτέχνες και καλλιτέχνες, θα χαθούμε.
Κι όμως είναι γλώσσα, είναι ιδιόλεκτα και εξηγούνται. Ακόμη πιο πικρόχολοι είναι οι σαρκαστικοί και οι υπεράνω. Η γλώσσα τους τσακίζει μέταλλα και προκαλεί κατάθλιψη και αυτοκτονίες. Δεν είναι μίσος -είναι άχτι. Από το πείραγμα στην καταλαλιά, ανάμεσα υπάρχει μόνο μια σπασμένη τζαμαρία.
Είναι η πλατφόρμα, ηλίθιε!
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτά τα ξεχεστήρια, έχουν από πίσω τους, μια τεράστια πλατφόρμα αναφοράς. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίζουμε για να δείξουμε πως έχουμε σχέδιο πτήσης, άρα ιπτάμεθα, και πως εκφράζουμε οικειότητα προς το θύμα της κακογλωσσιάς μας. Στις ανάβρες αυτού το ελώδους λειμώνα αναδύεται η απέχθεια προς το «με το σεις και με το σάς» ενώ ο συνήθης προπομπός των ύβρεων είναι ένα μάτσο στερεότυπα ενός γνώστη των αποκρύφων του υβριζομένου.
Πόσες φορές, παινεύοντας κάποιον, δεν ακούσατε το «εγώ να σου πω γι΄αυτόν τον περιμαλάκα, τον δείξιο και τον πείξιο»; Πόσες, μα πόσες φορές, όταν περνάει κάποιος συσταζούμενος στον καφενέ, η προσφώνηση «κύριε καθηγητά» ή «τι κάνετε» αναπληρώνεται από ένα τσουτσέκι που τυχαίνει να τον ξέρει και λούζεται με ένα «καλώς τονε τον μαλάκα της καρδιάς μου;»
Η πεποίθηση πως ένας περιοδεύων πολιτευτής, η οικονομημένος ή διαζευγμένος που τυχαίνει να το δούμε στη βόλτα η στην εφημερίδα σε μονόστηλο, αξίζει τον τίτλο της ποντικομαμμής ή της σουρπουίτσας, κι εκφράζεται ανενδοίαστα από τους θαμώνες, τους λαθραναγνώστες ή τους περαστικούς.
Είναι σαφές πως αυτή η διάθεση διδάσκεται και γνωρίζουμε άριστα τους διδάσκοντες. Για την ώρα, μόνον ο βίκινγκ Φλόκι ο ναυπηγός, αισθάνεται βλοημένος.