Μάλιστα. Είναι πολύ παλιά η συνταγή να εκθέτεις τα κώλα στον άνεμο του εξωτερικού περισπασμού, μήπως και σε ξεχάσουν προσωρινώς και ασχοληθούν με την αρχαία μαγειρική.
Με τα Σκόπια, περιμένοντας να κρυώσει το δημόσιο ενδιάθετο και να ανέβει στο τσουκάλι ο πηχτός αφρός των μεθοδεύσεων, ρίχνεις στις προφητείες και στις μαγγανείες εκτός από φιδοπουκάμισο και σκόνη από δόντι φαφούτη κροκόδειλου, ολίγον Σόρος, δυο υχιές πρεσβευτικές και αναμνήσεις εποχής Γρυλλάκη.
Με την Τουρκία, αναθυμάσαι πως αν και διαφορίζεις τα έξι μίλια της αιγιαλίτιδας, με τα δέκα του εναέριου χώρου, οι μεμέτηδες θέλουν να σου πάρουν τα πετρόλια και τις πετρογκάζ, τέτοιουνοι είναι και να προσέχουμε.
Με την Αλβανία, είναι πασίγνωστο το τι τραβάμε. Αντί να μας αγαπούν, που τους βάλαμε επί χρόνια στο μαγαζί, μας απειλούν ως ουτσεκάδες.
Κι όλα αυτά, επειδή κατάφερες να ξεπλύνεις την διαφθορά, ενώ έπαιρνες από των αδελφών τη μοιρασιά τον κλήρο τον λειψό.Την πετροκόλλητη σαγή και το ζακόνι των φιδιών. Διότι είτε ως αριστεριστής, είτε ως δημαρόπουλον, ουδέποτε σε άφησαν ξυλάρμενο, νήστι και αύχμονα.
Τα έρριχνες τα σκάνδαλα πάντα σε αλλουνούς, ενώ έπαιρνες το μονοψήφιο μεράδι, ως αφανής εταίρος των υπεράκτιων φρεγατών, εσύ βολευόσουνα με το μπαρκομπέστια.
Κι ακόμη δεν καθαίρεσες την ένοχη ταμπέλα του μαγαζείου σου, με την αθάνατη παρότρυνση «ελάτε στο εδικό μας το χαμάμι, ίνα ξεπλυθούτε ιεροπρεπώς».
Εάν έχεις άγνωστες λέξεις, ου φροντίς. Τις αλλάζεις με άλλες.