Τα πρώτα ριάλιτι των αρχών του αιώνα ήταν απλές τσιγκολελέτες και αφελή τεχνητά συμμαχικά τεστ χαρακτήρων. Απομονωμένος και απολύτως εθισμένος να επαναλαμβάνω το περπάτημα σε χώρους, είπα να ξαναρχίσω το σπορ, να βλέπω Κοντιζά και καναν ηθοποιό εν παρακμή ή κανέναν λογοτέχνη που ξώμεινε στο κανάλι της Βουλης. Ώσπου τις προάλλες, η ατμόσφαιρα άλλαξε και βρέθηκα, ενώ παρακολουθούσα Σαρβάηβορ, σε μία τρόικα τραγουδιστών, έναν συνωμότη μεταξύ Ιάγου και Δήμου Σταρένιου, έναν έρμο με ψευδαισθήσεις που κακώς τον έλεγαν «Ντάφη» (ήταν ο Γκούφη ολοζώντανος) και αποφάσισα πως η ζωή έτσι θα κυλούσε, ανόητα, ώσπου να με συλλάβει ο Χάρος από το Ζητούνι ή τα Σάλωνα, να με σουβλίσει. Ξάφνου ανοίγει η αυλαία και συντυχαίνω δυο κορίτσια μια σπιθαμή σαν τις γρηές που είχαν ένα μάτι κι ένα δόντι, η σκηνογραφία γίνεται βαγκνερική και η Κόζιμα βαστούσε το ίσο ενώ ο Λάλας, δυτικομακεδών «του περιβάλλοντος» προβάριζε το φράκο του Δράκουλα. Και οι κυράτζες λέγασι τον πόνο τους σε σύμμαχο αυτάκι. Τα είχασι με μία Ανναμαρία που κατάφεραν να την διώξουν, αλλά την εκατηγόρουν πως ήτο κακίστρω και μάτιαζε αβέρτα, ακόμη και τα σαλάχια της άμμου. Ο αποδέκτης των κατηγοριών τους, ο Γκούφης, άκουγε, χλόμιαζε και σχολίαζε «γι΄αυτό δεν στεριώνω πόντο;».
Ήταν ολα ωραία και μεγάλα φωτισμένα. Αλλά δεν ήξερα πως κουρταλούσα την πόρτα της Κόλασης. Διότι το μάτιασμα ξεχάστηκε και μια ομάδα παρτσινέβελων τσιρομαχάδων, άρχισε να τραγουδάει τόσο φάλτσα, ώστε η σοπράνο του Εθνικού ύμνου ανήμερα της εορτής, πρόλαβε και έρριξε γκρομπετόν στα αρχαιολογικά τσιμέντα.
Όλα τα κανοναρχούσε ένα θρασίμι υπό ψευδαίσθηση μεγάλου εραστή, που ο Κοψιδάς ο ετοιμόρροπος τον διέλυσε τρεις φορές, ενώ τον βόλευε που ο Νίκων ο αμπανταούμπαντας αντί να προτείνει τον ωραιοπαθή Ιλλυριό γι έξωση, πρόκρινε μια Χριστίνα με λαιμαριά που έπαιξε δέκα λεπτά την Παξινού ολολύζοντας και ο λαός σκιάχτηκε, την ελυπήθη και την ψήφισε.
Παρ΄όλο που έχω βίζα, ως κληρονόμος 66ης γενιάς από την εφεύρεση του μηχανισμού των Αντικυθήρων (που είναι συσκευή εναντίον της βλακείας και όχι αστρολάβος) λέω να μη ασχοληθώ. Εννοώ πως δεν ματιάζω κανέναν πλέον, από την εποχή του Αβικέννα, όποιον μπάρμπα κι αν έχει υπό τους κοκκοφοίνικες.