Ένα εορταστικό διάλειμμα, πριν μας πρήξουν κι άλλο οι άη βασίληδες και οι παγίδες των αδιόρθωτων εμπόρων.
Που λέτε, πάνε πολλά χρόνια και δουλεύαμε μια ομάδα να προετοιμάσουμε έναν ναό (τότε το λέγαμε «τεκμηρίωση») για να ξανανιώσει, ετοιμάζοντάς τον για το χειρουργείο.
Ο ναός λειτουργούσε, έστω και δύσκολα. Και μια στις τόσες, χρειάζονταν το δωμάτιο που δουλεύαμε, για μια τελετή.
Συγκεντώνονταν ο παπάς, η ενοριακή επιτροπή και ένας από τράπεζα και μετρούσαν τις προσφορές από τα παγκάρια. Μας άφηναν να βλέπουμε.
Φέρναν τα κέρματα σε τσουβαλάκια και ολόγυρα τα μοίραζαν σε μικρότερα: δραχμές, δίδραχμα, τάλιρα, δεκάρικα και τέτοια. Κάθε τσουβαλάκι και μία αξία.
Μετά, θαρρείς και ζούσαμε εποχή βυζαντινή, που τις μικρές αξίες, τα κοκκία, τις ζύγιζαν σε ουγγιές, ζύγιζαν κάθε τσουβαλάκι. Κι από ένα τεφτέρι ήξεραν, φερ’ ειπείν, πόσα πενηντάλεπτα ήταν ένα κιλό.
Ζύγιζαν και παρέδιδαν τον κάθε πήρο, στον υπεύθυνο της τράπεζας. Με μια φοβερή καταληκτική κίνηση:
Ο παπάς, παραδίδοντας κάθε τσουβαλάκι, ας πούμε με δεκάρικα, έρριχνε μερικά, ως ευλογία στα ήδη μετρημένα και ζυγισμένα. Όπως έγραφαν οι πηγές «κοκκία μετρηθέντα και ζυγισθέντα, σύνολο τόσες ουγγιές»
Κάποια στιγμή τον ερώτησα το γιατί. Και μου είπε απλά «να μη βρεθεί λιποβαρές τίποτε»
Το γεγονός με εντυπωσίασε και το αναφέρω έκτοτε συχνά, ως παράδειγμα φοβερών ντεζαβύ επιβιώσεων που δικαίωναν τον κοινό μας κόπο να βγάλουμε τον ναό από το χειρουργείο στην ανάνηψη.
Είμαι σίγουρος ότι να δίκην χασαπόσκυλων επιτελεία του εισπρακτικού κυβερνητικού λουφέ, δεν έχουν χαμπάρι πόσο βλάπτουν με λιανά βοηθήματα τους νέους 18-24 που πρόλαβαν και γράφτηκαν στον ΟΑΕΔ.
Αριστερή χειρονομία, δεν είναι με τίποτε. Μήτε καν ανθρωπιστική. Μια πονηράντζα και μισή, από τον καιρό της πλέμπας που της έρριχναν νομίσματα και των αρμάτων στα καρναβάλια που είχαν σοκολατοπόλεμο.
Υπερφορολογούντες και πλάθοντας πλαστά περισσεύματα, ρίχνουν εξτραδάκια σε μερικά τσουβαλάκια, προσδοκώντας στη γλύκα του πιτσιρικά, που έτσι μπορεί να πάρει δυο κινητά κινέζικα και να του μείνει περίσσευμα για μια κούτα τσιγάρα.
Και βέβαια, θυμήθηκα ομάδες φοιτητών, νοτίως του Δουνάβεως, στον υπαρκτό ή υπεραρκετό σοσιαλισμό που εκχωμάτωναν υποστρώματα και κουβάλαγαν αμμοχάλικο κάτω από τη σημαία του πανεπιστημίου τους, σε οδικά έργα, ντάλα καλοκαίρι και άλλα πολλά.
Διότι δούλευαν, κτηνάνθρωποι του μεγάλου Τόμου της Λογαριαστικής. Και δεν περιμένω να ντραπείτε, πουλώντας άρτον και θεάματα ανεπρόκοπα και μίζερα, στο ίδιο το μέλλον της χώρας.
Ζαράκηδες, φαντασμένοι, για πέταμα άπαντες.