Ίσως ο καθένας μας να χάνει τον έλεγχο στον βαθμό που προσηλώνεται όλο και βαθύτερα στο ίδιο του το έργο, και ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τείνουμε να συγχέουμε την όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα των πνευματικών μας κατασκευών με τη γνωστική πρόοδο, ενώ βαθιά μέσα μας διαισθανόμαστε συγχρόνως ότι ουδέποτε πρόκειται να κατανοήσουμε τους αστάθμιστους παράγοντες οι οποίοι στην πραγματικότητα καθορίζουν την πορεία μας μέσα από τη ζωή. Άραγε αρκεί να έχεις γενέθλια δυο μέρες μετά τον Χαίλντερλιν για να σε συντροφεύει ο ίσκιος του μια ολόκληρη ζωή; Αυτός είναι άραγε ο λόγος όταν μπαίνεις ολοένα σε πειρασμό να πετάξεις από πάνω σου τη λογική σαν ένα παλιό πανωφόρι, να υπογράφεις ποιήματα και επιστολές προσκυνώντας ταπεινά ως Σκαρντανέλλι, και να κρατάς σε απόσταση τους απροσδόκητους επισκέπτες με προσφωνήσεις όπως η Υψηλότητά σας και η Μεγαλειότητά σας;
― Max Sebald, Οι Δακτύλιοι του Κρόνου, μτφρ. Γ. Καλιφατίδης, Άγρα, 2009.
Όταν το 1967 ο Ρολάν Μπαρτ έγραφε το περίφημο δοκίμιό του «Ο Θάνατος του Συγγραφέα», και προσπαθούσε να απελευθερώσει τον αναγνώστη από τα δεσμά του συγγραφέα, έθετε τις βάσεις για τη γνωστή θέση της ανεξαρτησίας λόγων (της προσωπικής ζωής) και έργων (του πνεύματος) του υποκειμένου. Το έργο δηλαδή, άπαξ και κοπεί ο ομφάλιος λώρος της δημιουργικής διαδικασίας, παύει να σχετίζεται με τον δημιουργό του. Η ελευθερία όμως αυτή του αναγνώστη, να αναζητά το νόημα των έργων αποκλειστικά και μόνο στο κείμενο, ήταν τελικά αμφίδρομη: αν ο αναγνώστης μπορούσε να επικεντρωθεί στο κείμενο, ήταν και ο συγγραφέας ελεύθερος να κάνει του κεφαλιού του. Μην μένετε όμως προσκολλημένοι μόνο στους συγγραφείς: σκηνοθέτες, ηθοποιοί, τραγουδιστές, και κάθε λογής εξαίρετοι καλλιτέχνες δύνανται να είναι, και είναι, ταυτοχρόνως, και παλιοχαρακτήρες. Δεν θα εξετάσω όμως τη θέση Μπαρτ· θα επικεντρωθώ σε αυτούς τους παλιοχαρακτήρες. Υπάρχει άμεση ή έμμεση συνάφεια δημιουργικότητας, και παραβατικής ή/και μισανθρωπικής συμπεριφοράς του δημιουργού. Ο καλλιτέχνης, με άλλα λόγια, έχει και καπρίτσια. Και μάλιστα, ουδόλως ξενίζει η άποψη που υποστηρίζει ότι όσο μεγαλύτερος ο καλλιτέχνης, τόσο πιο σκανδαλώδη (και ενίοτε παιδαριώδη) και τα καπρίτσιά του.
Πώς όμως στέκεται απέναντί σε αυτή τη θέση ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας; Πώς στέκεται γενικά, αλλά και ειδικά, τώρα, μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις/καταγγελίες στον χώρο του θεάτρου; Πρώτον, η θέση αυτή συνιστά καταφύγιο για ελλειμματικά καλλιτεχνικά «εγώ»: είναι σύνηθες να μασκαρεύεται η (ελλειμματική) καλλιτεχνική δημιουργία πίσω από παραβατικές συμπεριφορές· πίσω από συμπεριφορές που προσδίδουν στον υποτιθέμενο δημιουργό τη στόφα του μεγάλου καλλιτέχνη. Δεύτερον, η θέση αυτή συνιστά και ορμητήριο για βεβιασμένα και συνήθως λανθασμένα συμπεράσματα: το κοινό δηλαδή αποδέχεται τη θέση αυτή περί των καλλιτεχνών, και άθελά του τη διαιωνίζει γιατί μαθαίνει να τη θεωρεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του καλλιτέχνη. Το κοινό, για να ακριβολογώ, τηρεί συνήθως μια αινιγματική στάση απέναντι στην πρώτη θέση, αυτή της ανεξαρτησίας λόγων και έργων: αρνείται να την αποδεχτεί –δυσκολεύεται να κατανοήσει τη δυναμική της μυθοπλασίας, ότι δηλαδή ο δημιουργός δεν ταυτίζεται με τους ήρωές του, αλλά ταυτοχρόνως, με κάθε ευκαιρία, την ασπάζεται υποσυνείδητα χαρίζοντας στον δημιουργό ελευθερία κινήσεων που θα ζήλευαν και μυθιστορηματικές περσόνες. Ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός, ο τραγουδιστής χαίρουν ενός άτυπου ακαταλόγιστου που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να το αιτιολογήσει αν δεν αναφερόταν σε καλλιτέχνες. Και είναι αυτό ακριβώς το ακαταλόγιστο που δίνει σάρκα και οστά στη θέση που συζητάμε –αυτή που ενδύει τον καλλιτέχνη με καπρίτσια. Τι ακριβώς συμβαίνει όμως εδώ; Γιατί δείχνει το κοινό τέτοια ανοχή; Υπάρχει μια γρήγορη απάντηση που δυστυχώς δεν τιμά κανέναν: είναι πιο εύκολο στο κοινό να διακρίνει τον καλλιτέχνη από τα καπρίτσια του παρά από τις αρετές τής τέχνης που υπηρετεί –τέχνη που υποτίθεται ότι πρέπει να είναι δύστροπη και κρυπτική. Το καπρίτσιο ειδικά, και ο δύστροπος χαρακτήρας γενικά, ανάγονται έτσι σε δόκιμους τρόπους διάκρισης και καλλιτεχνικής καταξίωσης του δημιουργού. Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν τιμά ούτε το κοινό αλλά ούτε και τον καλλιτέχνη. Είναι πεποίθησή μου ότι ο δύστροπος, ιδιοσυγκρασιακός δημιουργός καταλήγει τελικά να προτάσσει το έργο του ως εξιλέωση για τα καπρίτσιά του. Μη σας μπερδεύουν τριάντα ή πενήντα μεγάλοι καλλιτέχνες, από τα βάθη του χρόνου, με τις παραβατικότητές τους· όπου ακούτε στις μέρες μας αυτά τα «ξορκίζω τους δαίμονές μου» καλύτερα να προμηθευτείτε μικρά καλάθια. Είναι πεποίθησή μου λοιπόν ότι ο μηχανισμός αυτός της παρακαλλιτεχνικής συμπεριφοράς ασκεί τέτοια γητειά που και ο ίδιος ο δημιουργός πέφτει θύμα του. Τι σημαίνει αυτό; Ο δημιουργός αναλώνεται τελικά περισσότερο σε κόνξες και ακκισμούς παρά σε πρωτογενές δημιουργικό έργο γιατί θυματοποιείται –θυματοποιεί τον εαυτό του– στον βωμό της δημοσιότητας και της εμπορικότητας: είναι δυστυχώς πολύ πιο εύκολο να παριστάνεις τον καλλιτέχνη –με καπρίτσια και κόνξες– από τα να είσαι πραγματικά καλλιτέχνης –με αληθινό έργο. Ξέρω όμως. Ήδη θα διερωτάσθε: «μα τι άθυρμα είναι τελικά αυτός ο καλλιτέχνης;». «Από ποιες σκοτεινές δυνάμεις άγεται και φέρεται;» Μα από τους ‘’πνευματικούς ταγούς’’, τους ανθρώπους που μορφοποιούν και κατευθύνουν τις γνώμες και ενίοτε τα γούστα: τους κριτικούς και τους εκάστοτε άτυπους ιμπρεσάριους που κατασκευάζουν αστέρες, διάττοντες και μη.
Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο ως απόπειρα απάντησης σε αυτές τις εξωφρενικές δηλώσεις συγκάλυψης (και ξεπλύματος) των πρόσφατων γεγονότων με το πρόσχημα ότι ζημιώνεται το θέατρο με τις καταγγελίες. Θα απαντήσω λοιπόν με μια ερώτηση/νοητικό πείραμα:
Αν για να γλιτώσουμε από τις παραβατικές και μισανθρωπικές συμπεριφορές που θυματοποιούν ανθρώπους, αν για να γλιτώσουμε από τα καπρίτσια και τις ορέξεις των δημιουργών έπρεπε να εξαφανιστεί η τέχνη, θα το δεχόμασταν; Δηλαδή, αν το τίμημα για να εκλείψουν οι συμπεριφορές αυτές ήταν η εξαφάνιση της ίδιας της τέχνης, θα ήμασταν έτοιμοι να προχωρήσουμε σε κάτι τόσο δραστικό; Η απάντησή μας, υποστηρίζω, θα έπρεπε να είναι καταφατική: «μη σώσουμε και συνεχίσουμε να έχουμε τέχνη αν είναι να γλιτώσουμε από όλα αυτά τα δεινά!». Η απάντησή μας στο νοητικό αυτό ερώτημα –ερώτημα το οποίο δεν δύναται να τεθεί στην πραγματικότητα– θα υποδήλωνε, παραδόξως, τη συνέπειά μας στη σημασία και την πρωταρχικότητα της τέχνης· θα δήλωνε την πίστη μας στην τέχνη. Εξηγούμαι: δεν κομίζω γλαύκα αλλά υποδηλώνω, με άλλα λόγια, την έννοια της πίστης στην τέχνη, όπως κάποτε ο Αβραάμ δήλωσε, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, την πίστη του στον Θεό που του ζήτησε να θυσιάσει τον γιο του, Ισαάκ. Η τέχνη δύναται να συνεχίσει να υπάρχει –να υπάρχει τίμια και καθαρά– όσο το χέρι θα σηκώνεται για να τη θυσιάσει στο πρόταγμα όχι του Θεού, αλλά της συλλογικής απαίτησης των μελών μιας κοινωνίας που ασπάζεται την ανθρωπινότητα –την τάξη, τη δουλειά, και τον μόχθο– και απεκδύεται την κτηνωδία. Όσο λοιπόν η απάντηση αυτή θα παραμένει αναφανδόν «ναι» –«να εξαφανιστεί από προσώπου γης η τέχνη, αν είναι να γλιτώσουμε από την κτηνωδία»– τόσο το συλλογικό αυτό χέρι της κοινωνίας (ο νεωτερικός και μετανεωτερικός Θεός) θα αποτρέπει την ύστατη αυτή θυσία. Η ταλάντωση αυτή του χεριού τής αποφασιστικότητας που θα υψώνεται, θα φτάνει μέχρι τη θυσία που τελευταία στιγμή θα ακυρώνεται, θα συνιστά μεσεγγύηση για την αυθεντικότητα της τέχνης που θα συνεχίζει ακάθεκτη και καθάρια πια να εμπνέει, να παραδειγματίζει, και να τροφοδοτεί –ενίοτε και με δείγματα απίστευτης μυθοπλαστικής μοχθηρότητας– τη συλλογική απαίτηση μιας κοινωνίας που θα τη διατηρεί (την τέχνη) αιχμή του δόρατος, στην κόψη του ξυραφιού.