Οι μακεδονομάχοι ήθελαν το ψητό, το φουρνιστό τους, στις μακεδονικές γκιόλες. Οι Υδραίοι, εάν δεν έπεφτε το μετρητό, δεν ξεφόρτωναν τα μπαρούτια στην ξακουστή Κασσάνδρα. Αυτός που κάνει τη δουλειά, δεν ξέρω. Αυτός που την εφοδιάζει με μπρικαμπράκια, είναι ο σωστός αζάπης, ο σκληρός της αγάπης, των πολέμων ο σατράπης, ο σαρικοφόρος απελάτης.
Έτσι κι εμείς, με χνώτο που βρωμάει και ψειρίζοντας της φακής το σίδερο, έχουμε κολλήσει στον μύλο του λούνα παρκ και χαζεύουμε τις στροφές του. Ας κρατήσει ο καθένας τη γνώμη του, σύμφωνοι, αλλά κυρίως για να δικαιούμαι να έχω τη δική μου. Το κυβερνητικό όχημα έχει φορτωθεί με πολύ εμπόρευμα, αλλά το γεφύρι που πρόκειται να διαβεί, είναι στενό και πρέπει να μεταφερθεί με τα χέρια. Κι όταν περάσει αντίπερα,το όχημα θα μείνει στην αρχική όχθη.
Καμιά άλλη λύση; Καμιά ιδέα, όπως των Ιταλιάνων ή κατιτίς πχιό τσοτσιαλιστικό ή σκωληκόβροτα αλθουσεριανό, από την άλλη πλευρά, να πάνε κάτω τα φαρμάκια; Μπα. Ένας αχός ακούεται, κάτι σαν «ογές, ογές» που ωσάν τον Ιακχο της πομπής, άλλοι ερμηνευουν ως «ώ γιες, ω γιες» και μερικοί αισιόδοξοι νομίζουν πως ακούνε «εκλογές, εκλογές».
Κάποιος να αποφασίσει.