Ο Έντι Κωνσταντίν, ο Ζαν-Πιερ Λεό κάπνιζαν. Ως επέκταση του προσώπου ο ένας, ως υπήκοος του Γκοντάρ και του Τρυφώ ο άλλος. Στην «Αλφαβίλ» που με συντάραξε στα σίξτις, αναπολούσα τα βλογιοκομμένα μάγουλα του Έντι, το ψευδώνυμό του και την αγαθή φήμη πως χρησιμοποίησε ο σκηνοθέτης το άγριο, σκοτεινό, τεχνοφρίκ τοπίο της Ντεφάνς που διαφημίζονταν τότε ως το υπέρτατο πουργατόριο, ώσπου ήρθε ο Κιούμπρικ και έδειξε την αποτρόπαιη εκδοχή του θελκτικού δέρματος όχι μόνον στο «Μπάρι Λύντον».
Με τον Ζαν-Πιερ Λεό, θαύμαζα τον τρόπο που εξακόντιζε το τσιγάρο μαγικά στο άνω κενό, και το προσγείωνε λαίμαργα στα χείλη. Ήταν ένα ακόμη σαλτανάτι των καπνιστών, όπως το να εισροφάς τον καπνό με την κάφτρα μέσα στο στόμα χωρίς να αγγίζεις γλώσσα. Αυτά πήγαιναν παρέα με τα μπιλιάρδα και κάτι πρωτόγονα «φρουτάκια» που απαγόρεψε ο Γέρος της Δημοκρατίας επί τη αναρρήσει του.
Είναι φοβερό πόσα τσιγάρα χαράμισα για να το καταφέρω ― ήμουν πράγματι αμπντάλης σε τέτοια. Ωστόσο, η ζωή στα σίξτις είχε τα τυχερά της. Για παράδειγμα, οι παλιοσειρές της Αρχιτεκτονικής Σχολής, γεννηθέντες μια πενταετία πριν από εμάς, μας έμαθαν δύο πράγματα, δύο εκδοχές της χαράς, προκειμένου να αποφεύγουμε την επίγεια Κόλαση.
Πρώτα, να μάθουμε, με επίμονη χρήση μιας πράσινης σβήστρας, να λειαίνουμε το μέρος του χαρτιού Σέλερ στο οποίο ο γραμμοσύρτης ή το γκραφός ή ο ραπιδογράφος είχαν αποτυπώσει μια λανθασμένη περασιά σινικής μελάνης, ακυρώνοντας δουλειά πολλών ωρών. Η σβήστρα εφάρμοζε σαν σαπουνέ χαλβάς στο σκληρό χαρτί, οπότι πιάναμε ένα ξυραφάκι και απομακρύναμε ξύνοντας τη ζημιά. Κι έπειτα, ξαναπερνούσαμε με την σβήστρα το διορθωμένο. Δεν ήταν πάντα επιτυχές.
Η άλλη πληροφορία ήταν ανεκτίμητη. Καθώς ήμασταν ζαβά και δεν ξενυχτούσαμε παρά μόνον για κάνα μεθύσι ή νωπή σεξική αταξία, οι μπλαζέ μεγάλοι μας δίδαξαν πως το καλό το σχέδιο, που θα διόρθωνε ο καθηγητής με μωβ ανεξίτηλο μαρκαδόρο, χρειάζονταν μερικά οκτάωρα σκληρής δουλειάς, οπότε τέρμα οι ηδονές της φοιτητικής ζωής Η λύση τους ηταν μονολεκτική: ρεταλίνη. Ένα πλακέ μεταλλικό συρταρωτό κουτί, λευκό επάνω, κόκκινο κάτω, φίσκα σε χαπάκια που προκαλούσανν αϋπνία. Αρκούσε ένα για να περάσεις με το μάτι γαρίδα ένα βράδι ή, σε ακραίες περιπτώσεις, αν έπαιρνες άλλα δύο, καβατζάριζες και δεύτερο βράδι. Άρα τα θέματα τέλειωναν και μετά πνιγμένος σε καφέδες μπορούσες να κολλάς συμφοιτήτριες. Ώσπου να το απαγορέψουν, είχαμε αποφοιτήσει, οπότε έμεναν τα σαλτανάτια του Ζαν-Πιερ Λεό ή το βλέμμα της Νατάσσα Φον Μπράουν (Άννα Καρίνα) όταν την πρόσεχε ο Λέμμυ Κώσιον.
Την εποχή της ριταλίν και της αϋπνίας, είχα σκαρώσει ένα ποίημα που (μια ζωή Γκόλφω) το έχασα αλλά το θυμάμαι:
Ω Μιννεάπολις, αγαπημένη εσύ, που δεν σε ξέρω, κι ως μυστικός τους μή βαθείς συλλογισμούς για χάρη σου, ω Μιννεάπολις, προδίδω, να με περιμένεις [τρεις εξίτηλες λέξεις] κι ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά σου.
Σήμερα είδα τον μαύρο «άτακτο» που ένας προστάτης της ειρήνης μιας κοινωνίας, ίσως για χιλιοστή φορά, τον πατούσε με γονατιά στο λαιμό και τον απέπνιξε, παρά το αγκομαχητό του και την ανησυχία των διαβατών. Παράλληλα, ακούστηκε πως το απροσμάχητον κράτος λέει να αφήσει τον Δημάκη και ίσως, με τα πολλά, να τον αφήσει στο κελλί του να σπουδάσει.
Αλλά αυτά είναι πήνατς μπροστά στο απαστράπτον νέο, το ανεκτίμητο: ένα σκασμό δισεκατομμύρια θα εκχωρήσει η Νατάσσα Φον Μπράουν στην Ελλάδα, αναμίξ επιδοτήσεις και δανεικά. Το μάτι του εντοπίου Λέμμυ Κώσιον άστραψε, τον Ακίμ Ταμίρωφ τον πάτησε γόνατο μπάτσου, τα ματούδια του Μαυρογορδάτου ρολάρισαν. Δάνειο έρχεται, φρεγάδες και επιτόκια, χαμένα και σπαρμένα λεφτά, ωσάν του ΕΣΠΑ και τα ομολογιακά, ωσάν τα ΜΟΠ, και τα του νόμου 1262. Το Έθνος θα ξοδιάσει και ξαναγίνεται ενεργητικό. Κλαφτείτε, λαοί, οι μπαγκανότες έρχονται. Δανεικά ελάβατε, δανεικά δότε, διδάσκει η δική μας Αγία Γραφή. Και δεν θα μείνει τίποτε, πιστέψτε με. Νάδα, νάκα, μεδέν. Ελπίζω με ένα σίχτιρ–μπίχτιρ να τελεύουμε.
Γιατί δεν πιστεύω σε κάτι απτό; Διότι το «Ζυλ και Τζιμ» παίχτηκε στην Ελλάδα ως «Απολαύστε το κορμί μου», το «Αλφαβίλ» ως «Λέμυ Κώσιον εναντίον Α-60» και ο «Τρελός Πιερό ως «Δαίμων της 11ης Ώρας». Γκέγκε;
Ελλάς, η χώρα των ονείρων και πρωτεύουσα της μετωνυμίας. Και πετάγομαι από θέματος εις θέμα, διότι γράφω καλά και σύνθετα, ο καριόλης. Σε πενήντα χρόνια θα μάθω να γράφω και κατανοητά.