ΠΟΙΗΜΑ/ Τελευταία το παράκανα πίνω πολλές μπίρες / χαραμίζω τα λεφτά μου και ξενοκοιτάζω / καρφωμένος μόνιμα στην τηλεόραση / δακρύζω συχνά. / Κι όμως έχω ικανότητες / ζωγραφίζω γράφω αποδελτιώνω / ξέρω να φερθώ σε συντροφιές παίζω πόκα / συνθέτω τραγουδάκια λέω ψέμματα / είμαι και προοδευτικών αντιλήψεων / αλλά αυτά είναι ματαιότητες: / το βράδι μετά τον εμετό / το πρωί με το στόμα τσαρούχι / αρκετούς μήνες τώρα / το πράμα είναι καθαρό: / αρρώστησα μετρώντας υπομονετικά / πού μας οδηγεί ο Καραμανλής (Προσπέκτους, 1975)
Μετά από 45 χρόνια ξέρω πως κανένας Καραμανλής δε μου έφταιξε ποτέ, μήτε πρόκειται. Η ζωή μου κύλησε με Μπάτη, Τούντα, Ογδοντάκη, τους απεγνωσμένους του ηλιοβασιλέματος, με την Παπαγκίκα και άλλες θεές της μπαμπακερής νυχτικιάς, με τους χαμένους της αμερικάνικης και τις φωνίτσες του Ουίλι Νέλσον κόντρα στα «ούα, ούα» των Τσερόκι.
Στο ιδιόλεκτό μου «νήστις και αύχμων» σημαίνει νηστικός και διψασμένος. Ανήσυχος που με δυσκολία καταφέρνω μια πρόταση της προκοπής, συλλέκτης χαπιών και θερμομετρημένος παραπάνω από το ταμάχι ενός νοσοκόμου, παραπέμπω τα πάντα σε ευγενή μουσική Δαρδάνων, Λιάγκραβων και Τσούκνων, στα βλάχικα φωνητικά και στην πολυμέρεια της πολυφωνικής μουσικής. Είναι λυτρωτικό που αντικαθιστώ την αποκατάσταση της υγείας μου με δάκρυα, άφθονα και εξιλαστήρια.
Δάκρυα που δεν είναι ακριβώς εξιλέωσης, αλλά χρησιμεύουν στον Βέρτη και άλλους επαγγελματίες του θεάματος, δε μετράνε μία. Κι εγώ τα δάκρυα τα περισώζω για την αδόκητη υπόγεια διαδρομή μου.