Μύθοι για το Μαυροβούνι
03-10-2020

Μακριά, σ΄έναν άλλον κόσμο, ήτανε αυτό το Μαυροβούνι.

Ένα χωριό ονόματι Μαυροβούνι. Σε σταυροδρόμι. Βόρεια, προς Αριδαία. Νότια, προς Σκύδρα. Δυτικά, προς Ριζάρι και Έδεσσα. Ανατολικά για τα χωριά του Βάλτου και τα Γιαννιτσά. Συχνά σταματούσα, είτε για τα κάστρα της Σλάτινας ή το παλαιόκαστρο mutatio Scurio, ή για τις δύο γέφυρες της αρχαίας Εγνατίας στην Καλλιπολη, ή (το χειρότερό μου) ψάχνοντας έστω και ένα αποτσίγαρο από τους Σερμησιάνους του πατρικίου Μαύρου, που είχε αποστατήσει από τον ρήγα Περβούνδο.

Περνάει και το τρένο. Πλήθος εργοστάσια. Αλλά για τον περαστικό γυαλίζει μόνον η λαδόκολλα. Για τους καταραμένους του βάλτου κι ώσπου να αισθανθείς την υγρασία από τους καταρράκτες, ο τόπος ήταν γνωστός για τα καλοψημένα, λιανισμένα κοτόπουλα, σερβιρισμένα σε λαδόκολλα. Οι παρέες από γύρω, έκαναν συχνά στάσεις και τις συνόδευαν με μπίρες, πολλές μπίρες, και λιγότεροι με ρετσίνες. Συχνά περνούσαν πλανόδιοι πωλητές με διάφορες μαλακίες και τα πάσαραν σε ζευγαράκια ή χασομέρηδες. Αναπτήρες που βούιζαν, ρολόγια ξυπνητήρια αλειτούργητα, ανθρωπέλια που τα κουνούσες και ήλεγαν κάτι στα κορεάτικα. Κατέβαινε πιο εύκολα το κουβεντολόι των εραστών και η απάντηση, στο κρίσιμο ερώτημα «μπούτι ή στήθος», ενώ το βουνό από χαρτοπετσέτες χαμήλωνε γρήγορα, έλυωνε σαν λοφάκι ζάχαρης, παρεκτός και η εκείνη είχε στο τσαντί αρωματισμένα μαντιλάκια. Εκεί, στο Μαυροβούνι, ο φίλος μου ο Μπίλης (διηγείται η Μπρατσκοβέα) ξαναείδε έναν εξωτικό που του είχε πουλήσει ένα χαλασμένο ρολόι και τον ανάγκασε να του δώσει άλλο, φρέσικο.

Εκεί, στο Μαυροβούνι, όπου συχνά περιμένω τον Μπίλη να τον ονειρευτώ, είδα (ενώ έλειπα χρόνια) τον πρόεδρο Τραμπ με καμπαρντίνα, ξανθομπούμπουρα με πυρρές ανταύγειες, σημαδεμένο από βιαστικά ξυρίσματα, να περιμένει τον Χάρο και εκεινος να αργεί. Είχαν σειρά καμιά εκατοστή που δούλευαν σε εργοστάσια, ένα μικρό ψηλότερα σαλιγκαράδικο, κάτι βιοτεχνίες, επιπλάδικα και κατά τον κάμπο ανοιχτές πληγές του χώματος, μεγάλες τρύπες όπου κάποτε γέμιζαν με ροδάκινα αποσυρμένα. Από τη μια γέμιζε ο λάκκος, από την άλλη οι πονηράντζες τα μάζευαν στα ντάτσουν και τα πουλούσανε στις λαϊκές.

Εκεί, στο Μαυροβούνι, αντάμωσα συγχωριανό να ψάχνει απελπισμένος γύψο ή στόκο, ότιδήποτε άσπρο και φτηνό, να στρώσει στην πλατφόρμα με το βρεμμένο μπαμπάκι, συνεννοημένος με τον εκκοκιστηρά, να μοιραστούνε την επιδότηση. Και εκεί είδα κάτι γειτόνους καψαλισμένους που τινάχτηκε η παράγκα τους στον αέρα από λάθος, επειδή είχαν βιοτεχνία που γέμιζε γκαζάκια που τα πουλάγαν μα δεν ήξεραν. Κι αυτό το μάθαμε, μαζί με τον Μπίλη που πηγαίναμε στο βάλτο να αλλάξουμε μηχανή στην αλβανική μου μερτσένται και μου παίνευε τον μηχανικό και τον ρώτησα «ποιος είναι;» και γέλασε και μου λέει «ο Τέρβελις είναι, καλός μηχανικός» «δεν τον ξέρω» του λέω. «Είχε παντρευτεί την Σωσσώ» μου λέει, «την θυμάσαι;» «Τι κάνει;» ενδιαφέρθηκαν άκεφα. «Τίποτε» μου λέει. Κατάπιε την μασέλα της και πόθανε».

Η βόλτα συνήθως έκλεινε στα Γιαννιτσά, στην παλιά αγορά, στο αόρατο ηρώο όπου ο θρυλικός Μποΐτσης (θυμούνται οι παρέες) να είχε φιλοσοφήσει στην στροφή για το Σχοινά και το Γιδά:

«Παλιά μας λέγαν Μπούλγκαροι, τώρα μας λένε Μακεντόνκι, να ντουμε πότε τα μας πούνε Ατηναίοι»

Μακριά, σ΄έναν άλλον κόσμο, ήτανε αυτό το Μαυροβούνι, κι όχι στο Καραντάγ, κτήμα του Μπερίβοη.