Όταν ο τελευταίος χεδίβης της Αιγύπτου, Αμπάς ο Β’, γνωστός και ως Αμπάς Χιλμί Πασάς, επισκέφτηκε ένα αγρόκτημα που είχε κληρονομήσει στο Νταλαμάν της Τουρκίας, έμεινε άφωνος από την ομορφιά του τοπίου και διέταξε να χτιστεί εκεί ένα πολυτελές κατάλυμα. Αυτό συνέβη την ίδια περίοδο που στην έδρα του, την Αλεξάνδρεια, επέβλεπε στενά την κατασκευή ενός σιδηροδρομικού σταθμού.
Κι έτσι, μια μέρα στις αρχές του εικοστού αιώνα, δύο πλοία ξεκίνησαν από τη Γαλλία: το ένα φορτωμένο με τα υλικά για την κατασκευή του λαμπρού εξοχικού που είχε στο μυαλό του ο Πασάς και το άλλο με τα υλικά για τον σταθμό της Αλεξάνδρειας. Ένα λάθος, όμως, τα έφερε έτσι και το πλοίο με τα υλικά για τον σιδηροδρομικό σταθμό άραξε τελικά στα παράλια της Τουρκίας ενώ το άλλο έφτασε στην Αίγυπτο.
Αγνοώντας αυτήν τη βασική λεπτομέρεια, οι χτίστες του Νταλαμάν ακολούθησαν κατά γράμμα τα σχέδια που έφερε το πλοίο κι έτσι ο οικισμός απέκτησε έναν κανονικό σταθμό, με τα εκδοτήρια και τα όλα του. Έλειπαν μόνο οι ράγες του τρένου, οι οποίες και δεν έφτασαν ποτέ μέχρι εκεί, ενώ ακόμη και σήμερα το κτίριο παραμένει άθικτο στη θέση του, σαν ένα μνημείο στο ανθρώπινο λάθος.
Ένα παρόμοιο μνημείο βρίσκεται και στην Ελλάδα, στην Αιτωλοακαρνανία πιο συγκεκριμένα. Δεν είναι άψογα διατηρημένο, αλλά έχει εγκαταλειφθεί στις τύχες του, με αποτέλεσμα τα απομεινάρια του να λεηλατούνται από τους ανθρώπους και τον χρόνο. Πρόκειται για τις γραμμές του τρένου που απλώθηκαν στην περιοχή το 2002, ως αναβίωση της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής. Σύμφωνα με το προεκλογικό πλάνο, μέσω αυτής της χάραξης, που καμία σύνδεση δεν είχε με κάποιο πραγματικό —τωρινό ή μελλοντικό— σιδηροδρομικό δίκτυο, η διαδρομή Αγρίνιο-Κρυονέρι θα γινόταν σε 45 μόνο λεπτά.
Μετά όμως από τις εκλογές και την ταχεία κατανάλωση των προβλεπόμενων ευρωπαϊκών κονδυλίων, οι γραμμές του τρένου εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους. Η κύρια δικαιολογία και σε αντίθεση με το Νταλαμάν, ήταν ότι γραμμές υπήρχαν αλλά έλειπε ο σταθμός στο Αγρίνιο.
Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για κάποια ιστορικά ανέκδοτα που αναφέρονται σε εξαιρέσεις. Παρόμοια περιστατικά αποτελούν τον κανόνα, ειδικά σε περιόδους όπου μία περισσότερο ή λιγότερο μοντέρνα παραλλαγή του σουλτάνου προσφέρει χρήματα με αντάλλαγμα κάποιο έργο σε μια περιοχή κοντύτερα στην ή μακρύτερα από τη βάση του. Κι ως γνωστόν, όταν ο σουλτάνος φέρνει ζεστό χρήμα, ποιος χτίστης θα πει όχι;
Γι’ αυτό και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση, ή έστω υποψία, ότι η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού είναι σήμερα κάτι σαν τους χτίστες του Νταλαμάν, παγιδευμένοι σε μια μέρα της μαρμότας και με σχεδόν αποκλειστικό αντικείμενο το να χτίζουν παρόμοια έργα, ως επί το πλείστον σε ψηφιακά σύμπαντα μια και τα ΕΣΠΑ, οι παραλλαγές και οι περικοκλάδες τους ευνοούν τις νεόκοπες «κοινωνίες της πληροφορίας» έναντι οποιασδήποτε πρωτογενούς παραγωγής. Με τη γενική επιγραφή «ευρωπαϊκά» να συνοδεύει τα σχετικά κονδύλια και τον γραφειοκρατικό αέρα που αυτή κουβαλάει, το όνομα του εκάστοτε Σουλτάνου δεν έχει πια και τόσο σημασία. Αν το καλοσκεφτούμε, βέβαια, ούτε ο σεβάσμιος Αμπάς ο δεύτερος έβαζε ακριβώς τα χρήματα από την τσέπη του.
Κι έτσι το λεγόμενο project management έχει καταλήξει ξέμπαρκο καράβι που φτάνει διαρκώς σε λάθος λιμάνι. Το μόνο που μετράει γι’ αυτό είναι η όσο το δυνατόν πιο πιστή αναπαραγωγή των σχεδίων που κουβαλάει. Με το λιγότερο δυνατό κόστος, βέβαια, με τις απαραίτητες μειώσεις μισθών, απολύσεις και τα συναφή, για να βγει το μπόνους των εργολάβων.
Κι αν κάποιος από τους χτίστες τολμήσει να ρωτήσει «ρε παιδιά, τι τον χτίζουμε εδώ το σταθμό, ενώ ξέρουμε ότι τρένο δεν πρόκειται να περάσει στον αιώνα τον άπαντα;», τον πετάνε παραδειγματικά στη θάλασσα. Αυτό εξηγεί γιατί για τα έργα που είναι πιο ορφανά κι από ένα τρένο δίχως ράγες, δεν γράφεται ποτέ ένα ποστ στα social media από τους χτίστες, όσο λαλίστατοι και αν είναι για όλα τα υπόλοιπα θέματα. Διότι, ως γνωστόν, ποιος τολμά να δαγκώσει το χέρι που τον ταΐζει;
Όλα αυτά βέβαια, ισχύουν για τους λίγους και τυχερούς που έχουν ακόμη την πολυτέλεια μιας δουλειάς. Οι υπόλοιποι περιφέρουν τα βιογραφικά τους στην όλο και πιο συρρικνούμενη και απαιτητική αγορά εργασίας, περιμένοντας να τους καλέσουν σε κάποια συνέντευξη. Κι είναι κάποιες φορές που αυτές οι συνεντεύξεις μας δείχνουν πολλά περισσότερα από όλα τα μνημεία του Νταλαμάν και της Αιτωλοακαρνανίας μαζί.
Μια τέτοια περίπτωση, από το κοντινό παρελθόν, μου διηγήθηκε ένας φίλος τις προάλλες.
Ένας κοινός μας γνωστός με καλές σπουδές και σημαντική προϋπηρεσία προσπαθούσε να βρει δουλειά. Στην αρχή επιλεκτικά, και μετά από κάμποσο καιρό απαντώντας σε οποιαδήποτε αγγελία προσέγγιζε κάπως την ειδικότητά του. Η αναζήτηση όμως σκάλωνε συνέχεια και ο ενθουσιασμός του είχε αρχίσει να πέφτει. Ώσπου μια μέρα του τηλεφώνησαν από μια όχι πρωτοκλασσάτη, αλλά ούτε και άγνωστη εταιρεία του κλάδου του. Τον κάλεσαν για ένα τεστ, από το οποίο θα περνούσαν όλοι οι υποψήφιοι και του ζήτησαν να φέρει μαζί του τον λάπτοπ του με εγκατεστημένο το πρόγραμμα στο οποίο θα εξεταζόταν.
Έφτασε στα γραφεία της εταιρείας και πήρε τη θέση του σε μια μεγάλη ουρά από ανθρώπους, όλοι με τσάντες λάπτοπ. Όταν τελικά μπήκε μέσα στο κτίριο, τον οδήγησαν σε έναν μεγάλο χώρο με πολλά γραφεία και του υπέδειξαν να κάτσει σε ένα από αυτά. Γρήγορα γέμισαν και τα υπόλοιπα με υποψηφίους και τότε μία υπάλληλος της εταιρείας τους εξήγησε το πρόβλημα που έπρεπε να λύσουν.
«Έχετε τρεις ώρες στη διάθεσή σας», είπε η κυρία και τους άφησε μόνους. Όλοι ξεκίνησαν αμέσως να δουλεύουν, μαζί και ο γνωστός μας. Το πρόβλημα δεν ήταν ούτε το πιο απλό, ούτε το πιο δύσκολο. Φαινόταν να αφορά κάποιο πραγματικό πρότζεκτ της εταιρείας. Θα καθόταν να το παλέψει.
Ύστερα από λίγο, αφού συγκέντρωσε όλα τα δεδομένα και άρχισε να τα δουλεύει στο πρόγραμμα, ένα κύμα αισιοδοξίας τον τύλιξε. Είχε μια εξαιρετική λύση να τους προτείνει και κάτι μέσα του έλεγε ότι όταν την έβλεπαν, μπορεί και να τον προσλάμβαναν.
Θα είχε περάσει κανένα δίωρο όταν άνοιξε η πόρτα, όχι εκείνη από την οποία μπήκαν οι υποψήφιοι, αλλά μία από την απέναντι μεριά. Μπήκε μέσα ένας γραβατωμένος κύριος, από αυτούς που κόβεις αμέσως ότι τρέχουν το μαγαζί από κάποια υψηλά ιστάμενη θέση, προφανώς ο διευθυντής, όπως ρώτησε κι επιβεβαίωσε μετά και ο γνωστός μας. Τον ακολουθούσαν πέντε-έξι γραβατωμένοι, με τον αέρα του πελάτη ή του επενδυτή που ήρθε να κόψει κίνηση. Η παρέα των γραβατάκηδων διέσχισαν τον χώρο και κάπου στη μέση ο διευθυντής σταμάτησε, τους έδειξε τα γραφεία ολόγυρα και είπε στους καλεσμένους του στα Αγγλικά: «Να, κι εδώ είναι το τμήμα σχεδιασμού της εταιρείας μας.» Εκείνοι κούνησαν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους κι ύστερα από λίγο έφυγαν, μαζί με τον διεθυντή, από την ίδια πόρτα από την οποία είχαν μπει.
Κόκκαλο οι υποψήφιοι. «Να άκουσα καλά;» αναρωτιόταν ο γνωστός μας, αλλά ναι, είχε ακούσει μια χαρά κι αυτός κι όλοι οι άλλοι που παραβρέθηκαν σ’ εκείνη την καλοστημένη προσποίηση τεστ επιλογής υποψηφίων, την οποία σκαρφίστηκε κάποιος διευθυντής για να δείξει στους εκπροσώπους του σουλτάνου ότι, να, έχει τους χτίστες, έχει τα σχέδια, μόνο τα άτιμα τα κονδύλια του έλειπαν.
Αυτή την ιστορία μου διηγήθηκε ο φίλος μου πριν λίγες μέρες, όταν μιλούσαμε για την καινούρια μετενσάρκωση του ΕΣΠΑ που καταφτάνει οσονούπω από τις Βρυξέλλες. Κι όταν, λίγο μετά, διάβασα την ιστορία του Αμπάς του Β’, φαντάστηκα εκείνο τον κοινό γνωστό μας ντυμένο στην τρίχα, με την τσάντα του λάπτοπ στον ώμο, να στέκεται κάτω από ένα δέντρο έξω από τον σταθμό του Νταλαμάν για να προστατευτεί από τον μεσημεριάτικο ήλιο, μόνος του αυτός, όπως κάθε εκπρόσωπος της γενιάς του, που τρέχει από συνέντευξη σε συνέντευξη, από μπλοκάκι σε μπλοκάκι και από πρότζεκτ σε πρότζεκτ, που κάποιες φορές μένει, κάποιες άλλες φεύγει σε άλλες χώρες, που αφήνει πίσω την υπόλοιπη οικογένεια για κάπου μακριά απ’ όπου τους στέλνει τα φράγκα για να ζήσουν, ή που γυρίζει στο πατρικό για να του μείνουν τα χρήματα για τη βενζίνη της επόμενης συνέντευξης, που ψάχνει για καιρό την επόμενη ευκαιρία και για να έχει μια πιθανότητα να του την δώσουν πρέπει να φαίνεται σα να μην την ψάχνει, να χαμογελάει αντί να σφίγγει τα χείλια, κι αυτό κοστίζει εκτός από χρόνο και χρήματα που δεν έχει, που προσπαθεί, αν μη τι άλλο προσπαθεί, τον φαντάστηκα να στέκεται ακίνητος κάτω από το δέντρο και να κοιτάει προς την μεριά απ’ όπου θα ερχόταν το τρένο, αλλά τρένο να μην φαίνεται και να μην λέει να φανεί.