― Πόσο θα μας πάει;
― Γύρω στα διακόσα.
Δώσανε τα χέρια. Την δουλειά θα την έκανε ένα ζευγάρι. Αυτή σε ρόλο μπόουν κολέκτορ, αυτός σε ρόλο φτυαρίστα. Εμείς θεατές, πεντέξι όλοι κι όλοι.
Ο τύπος άρχισε να γκρεμίζει.
Πήγα σε ΤΕΙ Πολιτικών Έργων Υποδομής. Αργότερα έκανα διακόσμηση και γραφιστική. Είχα βοηθήσει στο σχεδιασμό του πέτρινου τάφου. Είχα και ευθύνη. Μεγάλο λάθος, στην κατασκευή. Τι την θέλατε την πέτρα; Τα μάρμαρα χαλάνε μπαμ μπαμ. Χτύπαγε, έσκαβε, μουρμούριζε, ίδρωνε, βογκούσε. Μπετόβεργες.
― Πώς θα τις βγάλω ρε παιδιά αυτές;
― Σπάσε λίγο από δίπλα (είπα δειλά) μόνο πάψε, να χαρείς…
Κοιτούσα με αγωνία. Προετοίμαζα λίγο τα λόγια που θα του πω. Τίποτα. Δεν είχε και νόημα να σου πω. Σε άλλη περίπτωση θα έλεγα “γαμώ το Θεό σας” τώρα ούτε αυτό θέλω.
― Φτάσαμε λέει, ακούμπησε το φτυάρι δίπλα. Η σειρά της κοπέλας να μπει στο λάκκο. “Μπαμπά λέω δεν έχω νέα. Μόνο να σου πω πως η ελιά που είχαμε πενήντα χρόνια στην αυλή, αυτή που με κρατάς στα πόδια σου στη φωτογραφία, αρρώστησε. Πέθανε κι αυτή μπαμπά. Την κόψαμε. Κράτησα δύο ξύλα να φτιάξω ένα σκαμνί για το παιδί.” Δεν ένιωσα φόβο. Η διαδικασία τελείωσε.
― Καθαρή ψυχή ο πατέρας σου κορίτσι μου. Τα κόκαλα είναι καθαρά και χωρίς μυρωδιές. (Πούλα μας και συ λίγο παράδεισο…)
Τα οστά πλύθηκαν με τρυλέτ και χλωρίνη. Στέγνωσαν τοποθετημένα από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Δύο φορές άπλωσα το χέρι να πάρω κρυφά ένα κομμάτι δάχτυλο. Έτσι να το κρατήσω. Τι να το κάνεις ρε βλάκα; Χάιδεψα το κρανίο. Έπιασε δυνατή βροχή.
Η μαύρη DKNY γραβάτα έμεινε ατόφια. Η σύνθεση στην ετικέτα έγραφε all cotton. Ψέμα παντού ρε φίλε…