Διαβάζω αυτές τις μέρες τις ανταποκρίσεις συντελεστών εντύπων από τον κατ’ οίκον περιορισμό τους. Ανταποκρίσεις ανθρώπων που έχουν άλλοτε τακτική και άλλοτε σποραδική συνεργασία με τα έντυπα αυτά. Ανθρώπων πάντως που ο κοινός παρονομαστής τους είναι ότι πρόκειται για περιπτώσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν κάποια σχέση με τη συγγραφή. Απόλυτα λογικό, θα πει κάποιος. Το έντυπο ζητάει μια καταγραφή της εμπειρίας του καθενός με σκοπό να αποτελέσει, η καταγραφή αυτή, αφορμή για να παρατηρήσει ο κάθε αναγνώστης, εν είδει ματιάς από την κλειδαρότρυπα, πώς περνάει τις μέρες του ο εν λόγω κάθε φορά συντάκτης. Αυτή την αφορμή όμως ακολουθεί και μια αυτόματη, υποσυνείδητη σύγκριση της καθημερινότητας του εκάστοτε αναγνώστη με αυτή του συντάκτη των ανταποκρίσεων. Συμπέρασμα: οι συντάκτες έχουν πολλά να κάνουν γιατί και ο πρότερος βίος τους ενείχε έναν κάποιο βαθμό κατ’ οίκον περιορισμού. Χωρίς να υπαινίσσομαι ότι οι συντάκτες δεν είχαν κοινωνική ζωή, υπενθυμίζω, απλώς, ότι όποιος είχε μάθει να παίζει και μόνος του, τα καταφέρνει κατάτι καλύτερα τώρα από κάποιον που δεν είχε μάθει να αφιερώνει χρόνο σε μοναχικές ενασχολήσεις.
Δεν θα μπω στη συζήτηση του κατά πόσο οι ανταποκρίσεις αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όταν ζητήσεις από κάποιον να σου περιγράψει την καθημερινότητά του είναι βέβαιο ότι θα κατασκευάσει μια πραγματικότητα που θα περιέχει και ολίγη μυθοπλασία με τη μορφή κυρίως ευσεβών πόθων (wishful thinking). Δεν το λέω αξιακά αυτό, το λέω περιγραφικά γιατί από τη μία, το θεωρώ απολύτως φυσιολογικό οι ανταποκρίσεις να μην περιέχουν μόνο όσα κάνουν στην καθημερινότητά τους οι συντάκτες αλλά και όσα θα ήθελαν να κάνουν, και από την άλλη θέλω να το δέσω με μια δική μου παρατήρηση. Πίσω από όλο αυτό λοιπόν που ξεδιπλώνεται μέρα με τη μέρα υπάρχει μια έντονη αίσθηση, στον εγκλεισμό, που φέρνει προς παιδική τιμωρία. Γιατί όμως λέω «παιδική»; Γιατί όλοι όσοι έχουμε μείνει χωρίς εργασία, βιώνουμε, ξάφνου, μια μπάσταρδη (νόθα) παιδικότητα στην οποία ο χώρος που διαμένουμε, το σπίτι που κατοικούμε ως ενήλικοι, έχει ξαφνικά μεταμορφωθεί στο παιδικό μας δωμάτιο. Παιδικό δωμάτιο μέσα στο οποίο έχουμε πάρει εντολή από τον γονέα ή κηδεμόνα μας να παραμείνουμε “εσαεί” κλεισμένοι. Για όσο παραμένουμε μέσα, είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε λίγο πολύ ό,τι τραβάει η καρδιά μας. Έτσι μπορούμε, θεωρητικά, να χαζεύουμε τηλεοπτικές σειρές στην οθόνη, μπορούμε ν’ ακούμε μουσικές, μπορούμε να διαβάζουμε, μπορούμε να κάνουμε πολλά και διάφορα. Αλλά έλα που όλα αυτά φαντάζουν όμορφα και ελκυστικά όταν έχεις, εσύ, τη δυνατότητα να τα κάνεις στους δικούς σου ρυθμούς επειδή εσύ τα επιλέγεις και όχι επειδή σου τα επιβάλλουν· αφήστε που τελικά η γοητεία τους είναι αντιστρόφως ανάλογη του διαθέσιμου χρόνου που σου μένει για να τους τον αφιερώσεις. Όσο λιγότερος δηλαδή ο διαθέσιμος χρόνος, τόσο πιο ελκυστικά φαντάζουν όλα αυτά που θα έκανες, αν είχες τον χρόνο να τα κάνεις. Ο εγκλεισμός λοιπόν, υποστηρίζω, αναδεικνύεται και σε μια άσκηση στη φαινομενολογία της παιδικότητας από τη σκοπιά όμως του ενήλικα: πόσες φορές είχαμε πει, παρατηρώντας παιδιά ή εφήβους, αυτό το «και τι δεν θα ‘δίνα να είχα τον χρόνο τους, με τα μυαλά όμως που κουβαλάω τώρα!». Πόσα και τι μεγαλόπνοα σχέδια, αλήθεια, καταστρώνει ο νους μέσα στη θαλπωρή τής αδυνατότητας πραγματοποίησής τους. Επειδή, όπως λέει και το γνωμικό, απαιτείται προσοχή και σύνεση για όλα όσα εύχεσαι, τώρα που τον έχεις τον χρόνο, και τα μυαλά πόρρω απέχουν από την όποια εφηβεία, συνειδητοποιείς, έκπληκτος, ότι ο χρόνος δεν είναι ικανή συνθήκη για να πραγματοποιήσεις όλα αυτά τα μεγαλόπνοα σχέδια. Μπορεί ο χρόνος να είναι αναγκαία συνθήκη, αλλά από μόνη της δεν αρκεί.
Επιμένω όμως στην παιδικότητα του χαρακτήρα τής τιμωρίας αυτής και για έναν άλλο λόγο: γιατί μόνο τώρα, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που βιώνουμε, έχουμε το προνόμιο να βρισκόμαστε στη θέση του παιδιού, τιμωρημένοι και με άπλετο χρόνο στη διάθεσή μας. Και όποιος βιάζεται να αντιτάξει αυτό το άτεγκτο «καθόλου δεν μοιάζει με παιδικότητα όλο αυτό το σκηνικό που βιώνουμε», θα επισημάνω, ότι τα προβλήματα που ταλανίζουν συνήθως τα παιδιά παραμένουν παιδικά μόνο για το μυαλό και τα μάτια τού ενήλικα που τα παρατηρεί, πολλές φορές βαριεστημένα, από την απόσταση ασφαλείας και με τη συνακόλουθη δύναμη μιας λυτρωτικής απομάγευσης που προσφέρει η ενηλικίωση. Μόνο τώρα λοιπόν έχουμε εμείς ως ενήλικοι τη δυνατότητα να ρίξουμε μια καθόλα μεστή ματιά στη φαινομενολογία τής παιδικότητας που κάθε άλλο παρά ανέμελη είναι. Μόνο τώρα, που οι συνθήκες επιτάσσουν την απομόνωση, μπορούμε να δούμε το άχθος του παιδιού που δεν καταφέρνει να διαχειριστεί και τόσο καλά τον ελεύθερο χρόνο του· που αναλώνεται σε ανούσιες δραστηριότητες που προσφέρουν κυρίως άμεση και χωρίς αντίκρυσμα ικανοποίηση ενώ θα μπορούσε να δουλεύει συγκροτημένα προς κάποιο στόχο.
Το πιο εντυπωσιακό σε όλο αυτό είναι ότι για πρώτη φορά βιώνουμε αυτή τη μπάσταρδη παιδικότητα μέσα σ’ ένα σκηνικό όπου η τιμωρητική διάθεση του κράτους έχει έντονα πατερναλιστικά χαρακτηριστικά. «Πατερναλιστικά» όμως όχι με την έννοια της ποδηγέτησης ή της χειραγώγησης αλλά της μέριμνας προς αυτούς που αδυνατούν να προφυλάξουν τον εαυτό τους. Η “τιμωρία” αυτή είναι προτροπή όχι σε κάποιου είδους δράση αλλά προτροπή σε απραξία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συνήθιζαν να ενεργούν οι γονείς μας απέναντι σε εμάς, τα τέκνα τους, όταν έπρεπε να μας επιβάλλουν συμπεριφορές που είχαν σαν στόχο το δικό μας καλό. Η επιλογή των δράσεων, μέσα στο δωμάτιο μας, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του καθενός, και, όπως ακριβώς στα παιδικά μας χρόνια, θα περιέχει αναπόφευκτα και ατέλειωτες ώρες κωλοβάρας.