Το παραμυθένιο υπόστεγο μιας θεάς στη βάση του νευραλγικού τροχιόδρομου της ατέρμονης δοσοληψίας βορρά-νότου. Γραπτός, προφορικός, κτιριακός, πραγματικός και φανταστικός κολοφώνας στον αρμονικό προσαγωγέα της οδού Πατησίων, ο Παρθενώνας. Η θεά μπαινοβγαίνει στα διάκενα των χορδών του ωραιότερου ύπαιθρου περίπτερου που σκέφτηκε ποτέ χτίστης, ανανεώνοντας την παρθενική συμμαχία της με τον αέρα, το φως και το νερό. Για την τεντωμένη ισορροπία των φυσικών και ιδεατών στοιχείων. Κάποτε κατέφευγε η θεά στον σκιερό υπόστεγο προφυλαγμένο σηκό, σαν σε μικρό κουκλόσπιτο παιδικού θησαυρού, να νανουριστεί από τη μουσική του βρόχινου νερού που τραγουδούσε στη στέγη και στις άγρυπνες λιονταροκεφαλές της υδρορόης. Παροχέτευαν αυτές τη φθορά του χρόνου πανικοβάλλοντας κιόλας τα κακόφωνα απόνερα των πολιτισμών. Τώρα η θεά λείπει, αλλά είναι ζωντανή. Είναι μορφή, είναι ορατή, το αποτέλεσμα μιας επίπονης συναλλαγής του ποιητή με την πρωτεϊκή μούσα σε διαδικασία αδιάκοπων ζωτικών μεταμορφώσεων. Ο πέπλος της μόλις έκρουσε απαλά τις τεντωμένες χορδές της κιονοστοιχίας. Ξετυλίχτηκαν απανωτοί μουσικοί τάπητες για να διαβεί τιμητικά η δημόσια μουσική γιορτή. Αυτή διέσχισε σαν αστραπή το περιστύλιο, αναλήφθηκε ιππήλατη στο μαγεμένο αέρα για να καταδυθεί στον ορυμαγδό από κλάξον και αφηνιασμένα σφυρίγματα της αξιωματικίνας της τροχαίας που προσπαθεί να ρυθμίσει την κυκλοφορία στη διασταύρωση Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Πατησίων. Ποιος αμφιβάλλει για την αιώνια ζωή των αρχαίων ελληνικών θεών; Είναι κτίσματα της φαντασίας με εξασφαλισμένο το διαβατήριο αθανασίας.
Σε μιαν άλλη υπέρλογη θρησκευτική εμπειρία, στη χριστιανική θεολογία, οι εκκλησίες, βαρύθυμα κατοικητήρια-θυμιατήρια μιας αρνητικά ορισμένης απουσίας, είναι τα κενοτάφια ενός άκτιστου και, όπως όλα όσα ορίζονται με την απουσία τους, οριστικά πεθαμένου θεού. Οι πείσμονες οπαδοί του ύψωσαν μνημεία για να βιώνουν φετιχιστικά ως μνήμης παρουσία το πένθος της απουσίας του. Ως θαυμαστικό ή ερωτηματικό ανάστασης, την τελεία και παύλα του θανάτου. Όλα τα άλλα περί αμαρτίας, κολάσεως, παραδείσου των δικαίων κτλ. είναι ο Χένσελ και η Γκρέτελ του παραμυθιού. Η ανάγκη να υπάρχουν δυο μικρά παιδιά, μια κακή μάγισσα και ο προαιώνιος τρόμος του σκοτεινού δάσους της άγνοιας—η ηδονή μιας ασφαλούς εμπειρίας κινδύνου που κάνει την αφήγηση ενδιαφέρουσα. Από τον κόσμο της χριστιανικής ανωνυμίας και τον πεθαμένο θεό που δεν έχει εικόνα για να τον συλλάβει η αίσθηση, στον εναργή κόσμο των μουσικών ναών και στο Wigmore Hall, και τον έξοχο θεσμό της ιστορικής λονδρέζικης αίθουσας συναυλιών, τα ξακουστά Μεσημεριάτικα Κοντσέρτα —μουσική δόση που τονώνει και διαρκεί όσο τονώνει και διαρκεί ένα ελαφρό μεσημεριάτικο γεύμα στο διάλειμμα της καθημερινής δουλειάς. Τα Λάντσταϊμ Κόνσερτς προσφέρονται τώρα διαδικτυακά, χωρίς εισιτήριο, μπροστά σε καθίσματα αδειανά από κοινό. Τα παρακολουθούν όμως χιλιάδες αόρατα μάτια και αυτιά θεατών-ακροατών. Μέσω υπολογιστή, με απλό συντονισμό στη μοναδικότητα ενός ακροάματος-θεάματος που ανανεώνεται αδιάκοπα μόλις κάποιος χτυπήσει ένα δυο πλήκτρα. Η αίθουσα της συναυλίας, ο πιο παροντικός εγκόσμιος ψυχαγωγικός κοινός τόπος που φαντάστηκε και πραγματοποίησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, έγινε έξαφνα μαυσωλείο της μουσικής κοινωνίας και επικοινωνίας. Τυχαία παράπλευρη απώλεια της βίαιης βασιλείας μιας βιολογικής οντότητας που οι βλέψεις της, ο ρόλος και η οικονομία της δεν έχουν στόχο ούτε τον πολιτισμό ούτε τις καθιερωμένες τελετές του. Ο κορονοϊός SARS–CoV-2 διεκδικεί βιολογικό και μόνο νόημα, στον 21ο αιώνα, που είναι ο αιώνας της Βιολογίας. Ποιόν πολιτικό και κοινωνικό ρόλο θα παίξει στο δράμα της ιστορικής μοίρας των ανθρώπων, θα το αποφασίσουν οι προτεραιότητες του συγγραφέα του έργου και του σκηνοθέτη της παράστασης που είναι ο πολιτικός και ο κοινωνικός οραματισμός των διαχειριστών της εγκόσμιας εξουσίας. Στη μουσική λειτουργία τώρα, με μοναχικό πρωθιερέα- πρωταγωνιστή τον πιανίστα, βιολιστή, βιολοντσελίστα, τραγουδιστή, μια ορχήστρα, έναν μαέστρο κ.ο.κ., στο μουσικό κενοτάφιο της πανδημίας της Κόβιντ-19, η ηχερή σιωπή των άδειων καθισμάτων επιτάσσεται για να συντελέσει οργανικά στο μουσικό γεγονός, στην ανάσταση της μουσικής κοινωνίας, συμβάλλοντας σαν μαγικό ξόρκι στην επιστροφή, στον παντοδύναμο ονειρικό νόστο στον πανάρχαιο, ακατάλυτο από κορονοϊούς τρόπο και τόπο επαφής με το κόσμο που αντιπροσωπεύει η μουσική γλώσσα.
«Δεν είναι ένα συναισθηματικό ταξίδι, το ταξίδι αυτό» συνοψίζει δανειζόμενος τον τίτλο της νουβέλας του Λόρενς Στερν, στη σύντομη αλλά καίρια εισαγωγή του ο εξαιρετικός τενόρος Μαρκ Πάντμορ. Τον βλέπουμε στο βίντεο του παραπάνω συνδέσμου, ενώ τον παρακολουθεί καθισμένη στο πιάνο της συνοδείας η σπουδαία πιανίστρια Μίτσουκο Ούτσιντα, να απευθύνεται στα άδεια καθίσματα του Γουίγκμορ Χολ. Προετοιμάζοντας το απόν κοινό για την εμπειρία της συνάντησης με την απόλυτη μοναξιά, την εμπειρία της απόλυτης απουσίας θεού και συνανθρώπων, που συντροφεύει τον άνθρωπο απ’ το ρομαντισμό και δώθε σε όλα τα ταξίδια, σε όλους τους δρόμους, ακόμα και στο δρόμο της αγάπης, όπως καθρεφτίζεται στο μοναδικό καθρέφτη του σπαρακτικότερου, πολυεδρικότερου κύκλου τραγουδιών που γράφτηκε ποτέ—στο «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του Σούμπερτ σε στίχους Βίλχελμ Μίλερ. «Είναι» συνεχίζει «κατά πολλούς τρόπους ένα ταξίδι υπαρξιακό. Και το κλειδί βρίσκεται στο 12ο τραγούδι, στο τέλος του πρώτου μισού του κύκλου, που λέγεται “Einsamkeit” και θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε σαν “μοναξιά, ερημιά” ή ακόμα ίσως και “απομόνωση”. Ο ποιητής ταξιδεύει ολομόναχος. Συναντάει μόνο ζώα, αγριεμένα σκυλιά, εχθρικές κουρούνες και κοράκια. Ως το τελευταίο τραγούδι όπου συναντάει έναν εξαθλιωμένο μουσικό, με τα πόδια του γυμνά στο παγωμένο χιόνι και το δίσκο της ζητιανιάς μπροστά του, αδειανό. Κανένας δε νοιάζεται να ακούσει τη μουσική του. Με πολλούς τρόπους αυτός ο κύκλος τραγουδιών που θα ερμηνεύσουμε τώρα σε μιαν άδεια αίθουσα, χωρίς κοινό, φέρνει στη σκέψη μου τους στίχους που ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε το 1939: “Σε ώρες σκοτεινές, θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι, θα τραγουδάμε. Τα τραγούδια των σκοτεινών ωρών”».
Με την προσδοκία του ελέου, του φόβου και της κάθαρσης: την υπόσχεται η ανεξήγητη αιθρία στον αρχαίο κολοφώνα της οδού Πατησίων.