Μονόλογος
24-07-2018

O Δυτικός σφοδρός άνεμος, μπορεί να ήφερε τον Οδυσσέα γρήγορα στην Σχερία, αλλά έχει ενα ζήτημα. Είναι σπάνιος. Μου είχε υποσχεθεί το ανακτοβούλιο των μετεωρολόγων την Δευτέρα ως εσχάτη των ημερών του πνίγους, δι’ ό και καρφώθηκα περιμένοντας, βράζοντας με παγωμένη πλάτη απ’ το κλιματιστικό. Στην πτωχομάνα ήδη γινόταν λούτσα οι μπαγιάτηδες, άρα θα ακολουθούσαν και εδώ Μάνδρες και άλλα ξεχειλίσματα. Θα κατέπιπτεν η ζέστα, άρα θα έβγαινα επιτέλους να διαπράξω εκατό βήματα χωρίς να λιγοθυμάω. Αντ’ αυτών, φωτιά στη Κινέτα. Την ήξερα ως φιλοξενούσα τον κουητον της Ζωζούς Σαπουντζάκη και από ταμπέλες ενόσω διέσχιζα με αμάξι ή προαστειακόν την χώρα των άθλων του Θησέως. Εις την γραμματείαν μου διαθέτω δύο μονίτορες για να ρολάρω τα κανάλια, προς τάχατες ενημέρωση. Είχε από ενωρίς αναλάβει ο Σκάης και όργωνε τους κεκοιμημένους των Υπηρεσιών που απόμειναν προς καθυσηχασμόν. Έως και το Αστεροσκοπείον ρώτησαν που είχε ένα μαντζαφλέρι που εντόπιζε με κόκκινο ή κίτρινο, τες φωτιές. Ο Πορτοσάλτες ακούει Κινέτα και ρωτά, ως αθώος: μήπως έφτασε τον κακόν στην Πάρνηθα; Δεν πρόλαβε να αποσώσει και γέμισε το Facebook με ειρωνείες φυσικομαθηματικών. Άκου τι λέει ο άσχετος. Εντέλει άνοιξε ένα εργοτάξιο πυρός στην Πεντέλη. Σε τόπον ονόματι Καλλιτεχνούπολη. Περίμενα τη συνέχεια: φως φανάρι πως θέλουν να μας καύσουν. Οι Τούρκοι, οι Ρώσοι, οι Μακεδνοί, τα φασιστάκια. Υπάρχει και ζήτημα βωξίτου. Άρα δεν έχομεν χρείαν μαρτύρων. Λείπει και ο πρωθυπουργός στα Μέρη των Μανιών Ιλλυριών, η χώρα είναι ακυβέρνητη. Δήμαρχοι, πολιτικοπροστάται, πολίτες με υδρολάστιχα, έβγαιναν στον Ήχο και έλεγαν πως όλοι έχουν συνταραχθεί και απαριθμούσαν Καναντέρ. Μετά σοβάρεψαν τα ζητήματα, η χώρα απέκτησε σύσκεψιν, επέστρεψε η ηγεσία. Η υλώδης Κινέτα, με τα ευφάνταστα τοπωνύμια Συνοικισμός 1, 2 και 3, είχε φουντώσει και έκλεισαν οι δρόμοι της θαλάσσης. Ένας πολίτης έσκασε το μυστικό: δεν φτάνει που θα χάσουμε τα σπίτια μας, δεν θα μας αφήσουν να ξαναχτίσουμε διότι δεν τους ρωτήσαμε όταν τα χτίζαμε. Ακύρωσα  ό,τι έγραφα. Ποιος γαμεί υφολογικές περιπλοκάδες. Στην οθόνη εμφανίστηκε το διαχρονικό ανέκδοτο που λέγεται «λεωφόρος Μαραθώνος», ένα στενό χρώματος ποντικί ποτάμι μετά διαγραμμίσεων που «τεντώνει, ξυλιάζει και φεύγει». Καιγόταν το σύμπαν, είχε ξαναγίνει. Όλα τα χτισμένα κινδύνευαν. Μαζί και οι πολίτες που απεγνωσμένοι έτρεχαν στη θάλασσα. Όπως τότε. Όπως πάντοτε, από την στρατηγία Δάτιδος και Αρταφέρνους. Λυπημένος, έχασα τη συνέχεια της τύχης του Πάργαλη Ιμπραχήμ που έπαιζε βιολί ο γενίτσαρος, ενώ ατάραχοι διαφήμιζαν πραμάτειες η Κρητική Αλόη, η σκεπτομορφή της Ζωζούς, ενώ στα Κρατικά όλα είχε πνεβματική τροφή στοχαστικών πλάνων. Καιγόταν κόσμος. Αττική, φαιό νταμάρι που πρασίνιζε κατά περιοχές. Όχι, οι θάνατοι δεν είναι δολοφονίες. Είναι τελετές. Της Βαβυλωνίας. Εξάλλου και στην Καλιφόρνια το εξοχικό μπουρλότο συνηθιέται. Και άλλες χώρες καίγονται. Περίμενα τους ενόχους που κρύβονταν πίσω από τις κορύνες των φλογών. Πρώτος, ο Σκάης. Απολύτως φυσικό. Μετά οι πράκτορες, ρούβλια και έτσι. Τα επιχειρήματα, ατράνταχτα. Συνωμοτούν, οι αλγεινοί κανάγιες. Σοφοί οι αρχαιοφύλακες που έκοψαν το ωράριο της Ακροπόλεως των Αθηνών. Θα κλαίγαμε τις αθώοι τουρίσται. Πονηρός ο Αύγουστος, δεν θα κατηγορηθεί για τα μελτέμια. Αλλά δεν θα τους περάσει, οι αλήται. Θα έρθουσι drones, ευρωπαϊκά πτερώματα, τα μνημόνια δεν αναφέρουν το κιχ τους για χωροταξίες και πυροπροστασία οικισμών. Οι επικεφαλής των Υπηρεσιών ρίχνουν μια τελευταία ματιά στους Οργανισμούς των. Όλα πήγαν by the book. Και αύριο ένα δένδρο θα μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, δίπλα στο αρραγές κάστρο του Κρόνιν. Οι Κρονόληροι μπορούν να συνεχίσουν.