Μις ρομάντικ
04-11-2019

Παλεύουμε καθημερινά, ανήμποροι Οδυσσέες ανάμεσα στα κύματα αυτού που ήμασταν, αυτού που είμαστε και αυτού που θα θέλαμε ή νομίζουμε πως είμαστε. Το μόνο που μας κάνει να διαφέρουμε, όσοι θέλουμε να διαφέρουμε, είναι το ερέθισμα. Οι τυχερότεροι, όσοι δεν έχουν καθόλου ηθικές αρχές. Βρίσκουν ατόφιο ερέθισμα, παντού, πάντα, με κάθε τρόπο. Ή μάλλον με κανέναν τρόπο, έρχεται αυτό και τους βρίσκει μόνο του. Γι’ αυτούς αποτελεί  ερέθισμα ακόμα και ο Χίτλερ. Αλλά όχι, αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Θα πρέπει να σκοτώσουμε εντελώς τον εαυτό μας για να το κάνουμε και αυτό, προς το παρόν, είναι αδύνατον. Προς το παρόν τρέμω τον θάνατο, όπως ο διάολος το λιβάνι. Και ψάχνω το ερέθισμα ακριβώς για να μη τον σκέφτομαι. Δαγκώνω ενστικτωδώς τα τσόφλια από τα αβγά μου και σκέφτομαι πόσο πολύ μου λείπει το ασβέστιο. Να ταν το μόνο που μου έλειπε. Αλλά τουλάχιστον αυτό, το τσόφλι από τα αβγά, μπορώ να το προσλάβω ως ερέθισμα. Σάμπως το άλλο; Να στέκομαι, γυμνή άυπνη και μόνη στο πλήθος των σκέψεών μου και να μαλακίζομαι ηδονικά  με το μυαλό ζουμερό κι ορθάνοιχτο, στύβοντας το για μια σταγόνα ζωής; Γαμώ τα ερεθίσματα. Το υπέρτατο για μια φευγαλέα στιγμή.

Υπάρχουν, βέβαια, και οι πιο ήπιες στιγμές, αυτές με τα βιβλία, τις μουσικές και τις ταινίες, που υπάρχουν μόνο για να ξορκίζουν την  Άβυσσο. Αλλά τη στιγμή που την αποδέχομαι, που της ανοίγω την πόρτα και την αγκαλιάζω σαν τη μητέρα μου τη στιγμή που γύρισα από τη θερινή κατασκήνωση, ω, αυτές οι στιγμές είναι μαγικές. Είμαι αυτό ακριβώς που πρέπει να είμαι. Και εκεί που πρέπει να είμαι. Στο μεταίχμιο. Στη σκαλωσιά ενός ουρανοξύστη το 1922, με τα χέρια ανοιγμένα και το απολαμβάνω, πόσο στ’ αλήθεια το απολαμβάνω. Ούτε ύψος, ούτε φόβος, ούτε εργάτες, ούτε ημερομίσθια, ούτε σωματεία, τίποτα. Αυτές τις στιγμές είμαι εγωίστρια. Και το ξέρω. Και το αντιμετωπίζω ψύχραιμα. Και δεν αυτοτιμωρούμαι γι’ αυτό. Δεν είμαι πια το κορίτσι που μοιράζεται ένα κομμάτι κρέας με τη γάτα του, παρόλο που διατείνεται ότι την αγαπά πολύ. Δεν είμαι η γεννημένη μανούλα που περιμένει να ρθει η ώρα να μεγαλώσει ένα μωράκι στο στήθος της. Εκείνη τη στιγμή δεν τα θέλω τα παιδιά, τα φοβάμαι και με φοβούνται. Τρομάζω στην ιδέα ενός ήσυχου, καλού ανθρώπου στο πλάι μου, να με αγαπά και να με φροντίζει. Εκείνη είναι η στιγμή που βγαίνω, έστω και παροδικά, από τη μετριότητα μου. Που είμαι.

Είμαι καλλιτέχνις, μεγαλοφυΐα, σπάνιο ταλέντο που δεν θα πεθάνει στην αφάνεια. Είμαι θεά χωρίς να χρειάζεται καν να κουνήσω το δείκτη μου με ενάργεια προς τον Αδάμ. Τι την χρειάζεται την ανθρωπότητα ολόκληρος θεός; Να την κάνει τι; Επειδή είναι σπλαχνικός; Σκατά στα μούτρα του. Αν ήταν θα την άφηνε στην μακαριότητα της, δε θα την έστελνε ξεβράκωτη στα αγγούρια. Εγώ δε χρειάζομαι κανέναν. Εκείνη τη στιγμή. Είμαι διασωληνομένη στο κέντρο του Κόσμου και ρουφάω αφειδώς τη ντόπα μου. Ένα μολύβι ή ένα πληκτρολόγιο μου φτάνει κ μου περισσεύει. Ίσως κάποια στιγμή κι ένα πινέλο, μια κάμερα, ένα πιάνο. Για όλα είμαι ικανή. Είμαι και η εικόνα και η ομοίωση. Και δε χρειάζομαι το είδωλό μου για να το καταλάβω. Το νιώθω στις τρίχες μου που σηκώνονται σαν του ζώου από έκσταση, στα μάτια μου που διαστέλλονται σαν της γάτας, στα χέρια μου που δρουν ασταμάτητα και αλάθητα, στη μεγαλοσύνη που κατακλύζει τα πνευμόνια μου και διώχνει τα παλιά αποθέματα νικοτίνης. Βράζω ζωντανή, σαν τον αστακό, σε έναν κοχλάζοντας, πηχτό ρομαντισμό, ωμό και ζωώδη. Για να γίνεις άνθρωπος, πρέπει πρώτα να γίνεις  ζώο. Για να καθαριστώ καλά, παίρνω το σύρμα για τις κατσαρόλες, αν θελήσω να ξεμπλέξω τα μαλλιά μου, τα μπήγω στην πιρούνα για τα μακαρόνια. Κι αν ποτέ κάτσει η στραβή και καώ στο ζεματιστό ζουμί μου, θα ζητήσω να με σερβίρουν με κάτι ουσιώδες, κάτι χορταστικό, κάτι που θα εγγυάται την πλήρη μετουσίωση σε συνδυασμό με την βαθιά πέψη. Δεν παίζουμε με τα στομάχια των κανιβάλων μας.