Θα πρέπει να ήταν το 1963, μετά τη δεύτερη ατομική έκθεση του Γιάννη Μόραλη, στην Αίθουσα Τέχνης στο Χίλτον (αν δεν απατώμαι). Εγώ θα ήμουν τότε τεσσάρων χρονών, και ζωγράφιζα μετά μανίας. Η μάνα μου, προκειμένου να σώσει τους τοίχους του σπιτιού, είχε καπλαντίσει τους τοίχους του παιδικού δωματίου με ένα πορώδες μαλακό υλικό (το συνάντησα αργότερα σε στούντιο ηχογράφησης ως ηχομονωτικό), ώστε να ζωγραφίζω σε χαρτιά και να τα αναρτώ εκεί με πινέζες. Έτσι ο τοίχος πάνω από το κρεβάτι μου είχε γεμίσει με πολύχρωμες ζωγραφιές σε παράταξη.
Ένα βράδυ οι γονείς μου είχαν φίλους καλεσμένους στο σπίτι, όπως συνήθιζαν. Οι περισσότεροι πέρασαν από το υπνοδωμάτιο για να με καληνυχτίσουν, και είδαν τις δημιουργίες μου στον τοίχο. «Έχεις έκθεση ζωγραφικής;» με ρώτησε κάποιος, νομίζω η Ελένη Καραπαναγιώτη. «Εεε, ναι!» απάντησα κορδωμένος. «Kαι τα πουλάς;» «Ννναι!» απάντησα ξανά, κάπως μαζεμένος, γιατί η σκέψη δεν είχε περάσει από το μυαλό μου. «Kαι πόσο τα πουλάς;» Εκεί προβληματίστηκα. Δεν είχα ιδέα πόσο πουλιόντουσαν οι ζωγραφιές. Οπότε ρώτησα, «Ο Μόραλης, πόσο τα δίνει;» Και μετά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί οι φίλοι των γονιών μου πνίγηκαν από τα γέλια.
Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι δεν θα τα έβαζα στην ίδια τιμή με τον Μόραλη, απλώς ήθελα ένα μέτρο αναφοράς για να κάνω τη σχετική έκπτωση, δηλαδή αν αυτός τα είχε ένα εικοσάρικο (το μεγαλύτερο νόμισμα που είχα δει), εγώ ίσως να τα έβαζα ένα δίφραγκο. Άλλους ζωγράφους εκτός από τον Μόραλη δεν ήξερα ακόμη, πάρεξ τον Σικελιώτη, που ήταν σαφώς άλλης σχολής. Αλλά τα γέλια δεν με άφησαν να εξηγηθώ. Και ούτε και πούλησα κανένα έργο.
Την ιστορία αυτή μου τη θύμισε κάπου 35 χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Μόραλης, όταν συναντηθήκαμε τυχαία μια μέρα στην οδό Βουλής, στον «Ίκαρο». «Καλώς τον συνάδελφο!» με προσφώνησε όταν μπήκα, και μετά αφηγήθηκε ο ίδιος την ιστορία με τον μοναδικό του τρόπο (ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει, μαζί με τον Κώστα Μητρόπουλο), εξηγώντας στους παρόντες φίλους γιατί με αποκαλούσε έτσι. Όλοι γελάσαμε. Αλλά τα γέλια και πάλι δεν με άφησαν να εξηγηθώ.
Δεν ξέρω ποιος από τους παρευρισκόμενους του 1963 αφηγήθηκε το περιστατικό στον Μόραλη ― ο πατέρας μου, ο Κωστής Σκαλιόρας (που επίσης το θυμόταν) ή κάποιος άλλος. Ξέρω πως από τους αυτήκοους, μόνον η μάνα μου ζει ακόμη, στα 90 της. Ξέρω επίσης ότι έχω αφηγηθεί το περιστατικό στον γιο μου, που τον πήρα αγκαλιά για να τον συστήσω στον Μόραλη στην τελευταία του έκθεση, στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη το 2008. Ο οποίος συνάδελφος, κομψός, γλυκύς κι ευγενικός όσο δεν λέγεται, όπως άλλωστε ήταν σε όλη του τη ζωή, παρά την εμφανή του κούραση στα 92 του χρόνια, υπέγραφε αφίσες σε όποιον το ζητούσε, και ρώτησε ξανά το όνομα του γιού μου, ώστε να του την αφιερώσει σωστά.