Μια γειτονιά απέναντι από το μαυσωλείο και το λουτρό του Γαζή Εβρενός, στα Γιαννιτσά του 1952. Η γυναικοπαρέα που καμαρώνει στη φωτογραφία φυλάει στους κόλπους της τον Τέλη Τσιρέλη κι εμένα, τον φίλο του. Έχουμε έναν χρόνο διαφορά. Το σκυλί μας, τον Ταρζάν, τον πάτησε η ποτιστήρα του Δήμου. Τα γύρω σπίτια είναι της κυρίας Ζωής, της κυρά Κανέλλας, που σκότωνε τα φίδια με κασμά, κι απέναντι το σπίτι της Πατρούλας και της οικογένειας που είχε άλογα και χάμουρα και έμεναν ο Λευτέρης με τον Βαγγέλη.
Με τον Τέλη υπήρξαμε εγγόνια αρκετών παππούδων και γιαγιαδων. Ο Τέλης, γιός του Μανώλη και της Ευλαμπίας, αδελφός του Μιχαλάκη και της Βιργινίας ή Τζίνας, που χαμογελούσε και έλαμπε ο τόπος.
Είναι τρέλα τα εγγόνια. Και πιο εύκολο να τα καταλάβεις, κι ας σας χωρίζουν παρασάγγες, κι ας τα ακούς σε σπασμένο τηλέφωνο.
Με το τέκνο είναι αλλοιώς και δεν το πίστευα. Αλλά δεν υπάρχει ομόηχη στενωπός. Ευχαρίστως να κάψω όλες μου τις «Εσπανιόλες» χωρίς ένα δάκρυ, αρκεί να μπαμπαλίζω μαζί τους ενώ πλακώνονται μαθαίνοντας τον παράξενο αυτόν κόσμο, σαν να μπήκαν ως Κοστοβώκοι σε χωριό ιερατικό και το διαλύουν ενώ μόλις δουν θάλασσα, ηρεμούν.
Είναι τρεις, ζωή να΄χουν. Έχω καιρό να τους δω. Ο ένας χαίρεται με τα ποτάμια που τα λέει «πουτάνια», ο άλλος εξηγεί λαχταριστά ότι οι πυροσβέστες όταν σβήνουν φωτιές δεν έχουν σκάλες, ο τρίτος και άρρητος γελάει όταν μιλώ την γλώσσα του, ένα παρατεταμένο «ντεντντεντε». Και όλοι θέλουν να τους τραγουδάω.
Δύο παππούδες και δυό γιαγιάδες έτυχα. Χάθηκαν από το 1922, το 1956, το 1963, το 1979. Τη μορφή τους την ξέρω και την οικειώθηκα. Ο Τέλης δεν τα κατάφερε ως το τέλος. Είχε στη γειτονιά ένα μαγαζί με πουλιά και πουλοτροφές κι όταν έμενα στη Αγροσυκιά, τον έβλεπα. Έχω και μια φωτογραφία μας σε εκδρομή στο Τσέκρι, λιγο πριν παίξουμε μπάλα, το 1960.
Αυτή η σκαλέτα των γενεών, με συντρίβει και με συμφιλιώνει με τον Κέρβερο και τον Βαρκάρη.