1974, πρώτες ημέρες της μεταπολίτευσης κι εγώ, ως 18αρης πολιτικοποιημένος και άρα μεθυσμένος από χαρά για την πτώση της χούντας, κατέβηκα μαζί με πλήθος κόσμου εκείνο το ζεστό βράδυ φθίνοντος Αυγούστου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για την υποδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου, του σημαντικού πολιτικού εξόριστου που επρόκειτο, όπως τουλάχιστον το ήθελαν οι φήμες, να επιστρέφει στην Πατρίδα.
Ξαφνικά ακούσαμε κάποιον μέσα στο συνωστισμό να φωνάζει: «Προσοχή ρε παιδιά, μη σπρώχνεστε, είναι κι η Μελίνα εδώ». Και τότε, χωρίς να καταλάβω το πώς, βρέθηκα ξαφνικά να σηκώνω με τον δεξί μου ώμο εγώ και με τον αριστερό του ώμο κάποιος άλλος άγνωστος συνομήλικός μου την Μελίνα. Κι έτσι αρχίσαμε να διασχίζουμε, ως ένα τρίο θριάμβου, τον κόσμο που παραμέριζε για να περάσουμε, με μοναδικό στόχο να πλησιάσουμε την σκάλα του αεροσκάφους της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ που μόλις είχε καταφθάσει φέρνοντας πίσω τον Ανδρέα. Ο κόσμος στη θέα της παραληρούσε και έδειχνε σαν να είχε ξεχάσει πρόσκαιρα την πολυπόθητη άφιξη του σοσιαλιστή ηγέτη. Κι εκείνη σκαρφαλωμένη στους ώμους μας, έχοντας απλωμένα τα χέρια της ανταπέδιδε τη χαρά του πλήθους στέλνοντάς του χαμόγελα και φιλιά. Θυμάμαι ότι φορούσε λευκό πουκάμισο και μαύρο εφαρμοστό παντελόνι. Ακόμη έχω στη μύτη μου τη μυρωδιά του κορμιού της, τα κύματα από το μεθυστικό και τόσο φίνο άρωμα που με κατέκλυσαν, όσο την κρατούσα, έτσι σαν ένα αγοροκόριτσο, στην ράχη μου. Ίσως να ήταν το CHANEL No 5, αλλά τότε δεν ήμουν σίγουρος. Πολλά χρόνια μετά η στενή συνεργάτης της Μανουέλα Παυλίδου, επιβεβαίωσε την μυριστική μου δεινότητα.
Μερικά μέτρα πριν φτάσουμε στο στόχο, μας σταμάτησε ο αξιωματικός ασφαλείας ζητώντας από την Μελίνα να «αποβιβαστεί». Εκείνη πειθάρχησε, ξεπέζεψε, έδωσε τα διαπιστευτήριά της στο όργανο της τάξης κι αφού μας ευχαρίστησε θερμά, προχώρησε μόνη, χωρίς τους δύο νεαρούς συνοδούς της και πεζή πλέον, τα τελευταία λίγα μέτρα μέχρι την σκάλα του αεροσκάφους, για να προϋπαντήσει στη Πατρίδα πλέον τον Ανδρέα, τον φίλο και συναγωνιστή της από το ΠΑΚ τα χρόνια της εξορίας τους.
Για μέρες με είχε συνεπάρει αυτή η τόσο απρόσμενη εύνοια της τύχης. Ένιωθα κάπως μαγεμένος που μου δόθηκε η χάρη να κρατήσω στα χέρια μου, για λίγο έστω, την Μελίνα. Σε μια στιγμή μάλιστα που μαζί με την τυραννία του γυμνασιάρχη είχε καταρρεύσει και αυτή της χούντας. Με τις προσδοκίες μου όλες παρούσες, όταν τίποτα δεν φάνταζε ανέφικτο, αντίθετα έφτανε και περίσσευε ν’ απλώσω μόνο το χέρι μου. Ατράνταχτη απόδειξη, σημάδι ολοφάνερο, η «πολαρόιντ» που μόλις είχε τραβηχτεί με το μυθικό είδωλο της εφηβείας μου. Τότε που ναι, τα πάντα γύρω έμοιαζαν, μετά τον εφιάλτη της δικτατορίας, με ένα ευοίωνο όνειρο και που λίγος χρόνος του αρκούσε για να πραγματοποιηθεί στην κάθε του λεπτομέρεια, αλλά φευ…
Τι αφελής κι ίσως, ακριβώς γι’ αυτό, πόσο γοητευτική είναι η νεότητα!