“Θέλω να βρεθούμε να σου δώσω το δώρο. Σου πήρα και μολύβια”. Ούτε που με νοιάζει τι είναι το δώρο, αφού μου πήρε μολύβια. Έχω πάθος με δαύτα. Γράφω και κάνω μουτζούρες με μαλακά 2B. Κρατούσε τσάντες και τσαντάκια, ένα σωρό πράγματα. Όμως η μεταλλική κασετίνα ήταν αυτή που έκανε τα μάτια μου να γυαλίζουν. Μια συλλεκτική Faber Castell περίπου 80 χρονών. Την κούνησα όπως κάνεις τον κουμπαρά με τα κέρματα. Δεν την άνοιξα, θα έβλεπα στο σπίτι τα καινούργια εργαλεία μου. Αφού ήπιαμε τον καφέ μας και σε λίγο θα χωρίζαμε, μου έδωσε κάτι ακόμα. Ένα μπορντό βελουτέ πουγκί. Έλυσα το σχοινάκι και κοίταξα μέσα. Κάτι γυαλίζει σαν πρωτοχρονιάτικο κέρμα. Λέω γελώντας, “φλουρί;” Γέλασε κι εκείνος. “Είναι μια χρυσή λίρα, δώρο για την μικρή”. Όταν μου την έδωσε, έκλεισε κάπως συνωμοτικά το μάτι του, λες και με τη λέξη “μικρή” εννοούσε εμένα. Θα μου πεις τι θα την κάνω. Δουλεύει ήδη το μυαλό μου. Αν και οικονομικά έχω στριμωχτεί πολύ τον τελευταίο καιρό και μου λείπουν βασικά πράγματα, θα την εξαργυρώσω και θα πάρω κάτι εντελώς περιττό. Μπορεί ας πούμε να είναι χειμώνας, αλλά έχω βάλει στο μάτι ένα κανό.
Η νύχτα με βρήκε να κρατάω το πουγκί στο χέρι, σα φυλαχτό. Είχα αυτή την αγωνία που έχουν τα μικρά παιδάκια όταν περιμένουν ποδήλατο από τον Άγιο Βασίλη. Ξημέρωσε, ήπια λίγο καφέ και οργανώθηκα. Θα πάω στον Έντυ στην πλατεία Αβησσυνίας που αγοράζω τα κουταλάκια. Αυτός θα ξέρει. Στρίμωξα το πουγκί στο σουτιέν, που για μένα παραμένει η πιο ασφαλής κρυψώνα. Ο Έντυ με έστειλε κατευθείαν στον “Τούρκο”. Στα παλιατζήδικα, τα σαΐνια όπως ο Έντυ κάνουν τη δουλειά της κάμερας ασφαλείας, του σεκιουριτά, του συναγερμού. Με τα μάτια και κάτι σφυρίγματα με διπλωμένη γλώσσα, μου κλείνει ραντεβού με το απέναντι υπόγειο. Από ντύσιμο ξέρω, φοράω βερμούδα και φανελάκι, χωρίς στολίδια. Έτσι δεν χάνει ο άλλος χρόνο με καχύποπτες ερωτήσεις. Το πολύ-πολύ να νομίζει ότι την έκλεψα. Δεν νοιάζεται κανείς πού το βρήκες, μόνο πόσο το πουλάς.
Όταν έφτασα στο πλατύσκαλο, η πόρτα άνοιξε μόνη της. Φως λίγο. Άρχισα να κατεβαίνω τσιμέντενια σκαλιά. Φρεσκάρω τα τούρκικα. Αλάνι/λεκές/μαράζι. Βρέθηκα σε μια αποθήκη. Μπροστά μου, πάνω σε ένα βαρέλι, ο Τούρκος τρώει γίγαντες από κονσέρβα και λουκάνικο. Φοράει δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα και μοιράζεται το γεύμα του με μια κανελλί γάτα. Μου κάνει νόημα με το πιρούνι να πάρω μεζέ. Μασουλώντας ρωτάει “τι έχεις για μένα;” Βάζω το χέρι κάτω απο την μπλούζα, ψαχουλεύω λίγο, βγάζω το πουγκί. Σκουπίζει τα χέρια στο παντελόνι. Βάζει τη λούπα στο μάτι. Με ρωτάει “πόσα θες;” Νόμιζα ότι αυτός θα μου πει πόσο αξίζει. Ευτυχώς ακόμα την έχω την άνεση στα ντηλ. Κοιτάζω λίγο τους γίγαντες, χαϊδεύω και το γατί, ” πόσα δίνεις;” Ο Τούρκος αφήνει το γυαλί, αφήνει και το παχύμετρο. Μου λέει “έχει μια γρατζουνιά”. Σιγά το πράγμα, σκέφτηκα, κι εγώ έχω μια γρατζουνιά χαμηλά στην κοιλιά αλλά το βασικό μου ένστικτο δεν χάνει την αξία του. Σκάλισε τα δόντια του με την οδοντογλυφίδα. Είπε “500”. ΟΚ, δώστη μου πίσω. Σήκωσα το φανελάκι, την έβαλα στη θέση της. Για να δίνει ο Τούρκος με άνεση 500, σίγουρα η αξία της είναι μεγαλύτερη.
Αλλάζω ρούχα, βάζω παντελόνι και ρίχνω το πουγκί σε τσάντα γυναικεία. Ας πάω σε έναν εκτιμητή από αυτούς που δείχνει η τηλεόραση. Κάγκελα φυλακής στη βιτρίνα. Κίτρινα αυτοκόλλητα, κόκκινα λέιζερ, κάμερα, τρυπούλες μεταλλικές για να φτάσει η φωνή μέσα. Μπζζζ η πόρτα ανοίγει. Κυρία με ταγιέρ με οδηγεί σε σαλονάκι. Νούμερα για αναμονή, όπως στις τράπεζες. Βλέπω στο μόνιτορ το 12 κι επιτέλους έφτασε η σειρά μου. Άλλη μια φορά κατεβαίνω σκαλιά, ντυμένα με τσόχα αυτή τη φορά. Αισθητική Χοτέλ Αττική το γραφείο, με χρυσά λιοντάρια στο μπόι μου και βελουτέ πολυθρόνες του αφεντικού. Με υποδέχεται όρθιος. Ίδιος ο Μπερλουσκόνι. Με σακάκι μπλε που μωβίζει από τα φώτα οροφής, βαμμένο μαλλί και μασελάκι ενιαίο στα μπροστινά δόντια. Κρίμα να μην έχει έστω ένα χρυσό, να μου κάνει φιγούρα. Μου σερβίρει κρύο γαλλικό. Κρατάω τη λίρα στο χέρι. Ξέρω πόσο ζυγίζει, ξέρω πόσο παλιά είναι, ξέρω ότι έχει και γρατζουνιά. Ο αφεντικός ευγενικός, λουσμένος με Φαρενάιτ, τη βάζει στη ζυγαριά. Πιάνει το κομπιουτεράκι. Με ενημερώνει για την τιμή του χρυσού σήμερα και δείχνοντας μου τα δόντια, λέει 160 ευρώ. “Δεν με ενδιαφέρει η παλαιότητα. Ούτε η γρατζουνιά”. Χαμηλώνει τη φωνή. “Εγώ καλή μου, τα λειώνω όλα.” Ούτε εγώ έλειωσα, ούτε η λίρα. Εδώ που τα λέμε, με καφέ κόκκινο μαλλί, δεν έλειωσε κανείς.
Τελευταία φορεσιά. Φούστα στο γόνατο, χαμηλή γόβα, δερμάτινος φάκελος. Τράπεζα της Ελλάδος. Ούτε νερό. Τζάμι τριπλεξ αλεξίσφαιρο. Αστυνομικός στο μισό μέτρο. Από μια χαραμάδα μού περνάει τα δικαιολογητικά που χρειάζομαι. Πιο Ελλάδος, πεθαίνεις. Μόνο γενική ούρων δεν ζητούσαν. Διαβάζω τη λίστα, περπατάω σε μάρμαρα, φτάνω στην σκάλα. Ξύλινη, με σωστό ρίχτι και πάτημα, γύρισαν όλοι αφού τα τακούνια είχαν παίξει τη μουσική έναρξης. Αυστηρός, σχεδόν αγενής, υπάλληλος. “Ρίξτε τα νομίσματα στην υποδοχή”. Πέφτει αυτό το 1. Όπως το ευρώ σε άδειο κουμπαρά. Σε λιγότερο απο 1 λεπτό, μου λέει 364 ευρώ. Με γδέρνει. Αλλά μάλλον φταίει αυτός που έγδαρε τη λίρα.
Έβγαλα ένα κίτρινο μολύβι με μαύρα πουά. Δεν έγραψα ούτε πόσο έχει σήμερα ο χρυσός, ούτε πόσο ζυγίζει το νόμισμα, ούτε τη χρονιά που κόπηκε, δεν σημείωσα να πω στο λογιστή να μου δώσει φορολογική ενημερότητα και Ε9, ούτε να πάρω ποινικό μητρώο από την αστυνομία. Έγραψα μόνο ότι θελω ένα κανό για να καταπίνω τα καλοκαίρια και να χάνομαι στους ορίζοντες. Μπορώ μια χαρά να κάνω με το μυαλό. Με το μυαλό μου και μια λίρα.