Mια κάργια ξεκινά, όλες κρώζουν στο σκοτάδι…
16-01-2018

Το «όνομα» το βλέπω ως την τελευταία πράξη μιας πολύμηνης και επίμοχθης διαπραγμάτευσης που ολοκληρώνει τα ζητήματα της αποδοχής συνόρων, εγγυήσεων και συμφώνου μη επιθέσεως, συνθήκης ειρήνης και λεπτολόγα συζήτηση για κάθε ζήτημα, που θα ολοκληρώνεται στην βάση του κεφαλαίου «πώς να αντικαταστήσουμε το κουτσομπολιό, τις πρωτοσέλιδες ανοησίες και την συσχέτιση του χαβά της ψωλής του καθενού προκειμένου να τσιμπήσει ψηφαλάκια στις μελλοντικές εκλογές, με συμφωνίες ουδετερότητας, στήριξης, σύμπραξης ή ό,τι άλλο καυλώνει τους συζητητές». Ευχής έργο να ακολουθήσει και ανάλογη σχέση με την Αλβανία, αλλά και άλλες, πιο μακρυνές φιληνάδες.

Μα γίνονται αυτά, με δεδομένη την «βαλκανικότητα» και την υστερία των απανταχού των Βαλκανίων κοτζαμπάσηδων;

Για όλα υπάρχει λύση, αν προς στιγμήν αρνηθείς πως παραμένεις ο μαλάκας της καρδιάς σου. Έχω και παράδειγμα συνύπαρξης: όταν ολοκληρώνεται η συμφωνία του Πεισθέταιρου με τα πουλιά, στους «Όρνιθες», ο Έποπας, θάνης των πουλιώνε, καλεί τους Αθηναίους να δειπνήσουν στα ιδιαίτερα. Αυτοί απορούν: «για στέκα! Πώς θα υπάρξουμε με τα πουλιά ενώ εμείς δεν πετάμε;». Ο φτεράκιας καθησυχάζει: «θα συνυπάρξουμε περίφημα». «Μα πώς; εδώ ο Αίσωπος μιλάει για το τι τράβηξε μια αλεπού που έμπλεξε με έναν αητό» «Μη φοβάσαι. Είναι μια ριζούλα! Την μασουλάμε και τσούπ, βρίσκεστε με φτερά»

(Τις πηγές, όταν ημπορούμε, να τις δείχνουμε, να μη παραπέμπουμε).

[Πεισθέταιρος ἀτὰρ τὸ δεῖνα, δεῦρ᾽ ἐπανάκρουσαι πάλιν.φέρ᾽ ἴδω, φράσον νῷν, πῶς ἐγώ τε χοὐτοσὶ ξυνεσόμεθ᾽ ὑμῖν πετομένοις οὐ πετομένω;   

Ἔποψ καλῶς.

Πεισθέταιρος ὅρα νυν, ὡς ἐν Αἰσώπου λόγοιςἐστὶν λεγόμενον δή τι, τὴν ἀλώπεχ᾽, ὡς φλαύρως ἐκοινώνησεν αἰετῷ ποτέ.

Ἔποψ μηδὲν φοβηθῇς: ἔστι γάρ τι ῥιζίον,ὃ διατραγόντ᾽ ἔσεσθον ἐπτερωμένω]