Μεγάλη ταραχή και αγωνία κατέλαβε τους γονείς μου, λες και φαρμακώθηκαν, όταν περιχαρής τους ανακοίνωσα επιστρέφοντας από το σχολείο, ότι με είχε επιλέξει ο δάσκαλος να προϋπαντήσω ντυμένος τσολιάς τον Στυλιανό Παττακό. «Τον κύριο υπουργό εσωτερικών της Εθνικής Κυβερνήσεως, τι ακριβώς δεν καταλαβαίνετε και κάνετε έτσι;», συμπλήρωσα διευκρινιστικά, έχοντας αποστηθίσει το αξίωμα του επισήμου προσώπου. Το εύρισκα ακατανόητο κι επιεικώς άδικο να μη χαίρονται με μια τέτοια τιμή στο πρόσωπο του γιού τους. Όλο κάτι σιγομιλούσαν μεταξύ τους και ελαφρώς διαπληκτίζονταν. Καταλάβαινα ότι θα προτιμούσαν να είναι κάποιο άλλο παιδί στην θέση μου, ένας οποιοσδήποτε συμμαθητής μου, αλλά όχι εγώ. Πικράθηκα! Κοτζάμ υπουργό θα χαιρετούσα κι εκείνοι αντιμετώπιζαν το γεγονός λες και επρόκειτο για καμιά αποβολή ή κάτι παρόμοιο. Μου πρότειναν μάλιστα να «αρρωστήσω» με πυρετό κατά την ημέρα της άφιξης του επισήμου και να παραμείνω στο κρεβάτι. Τους θύμισα ότι όσες φορές κατά το παρελθόν προσπάθησα να τους ξεγελάσω παριστάνοντας τον αδιάθετο, μήπως και γλιτώσω το μάθημα, πόσο αυστηρά με τιμώρησαν. Και τώρα οι ίδιοι με συμβούλευαν να πω ψέματα στον δάσκαλο; Μου ζητούσαν δηλαδή να πράξω κάτι ανήθικο; Ήμουν ανέκαθεν καλός στον αντίλογο. Εύρισκα με ευκολία τα κατάλληλα επιχειρήματα για να περάσει το δικό μου. Όταν τύχαινε μάλιστα να με πνίγει το άδικο, τους τουμπάριζα στο πι και φι. «Μα τι δικολάβος είσαι εσύ! Δεν τα βγάζει κανείς πέρα μαζί σου», μου φώναζε καμιά φορά απηυδησμένη η μητέρα. Και όταν την έφερνα σε έξαλλη κατάσταση, «τώρα θα σου δείξω εγώ κύριε εξυπνάκια» κραύγαζε πριν με περιβουτήξει για τα καλά με τον πρόχειρο πλάστη ή με κανένα σκουπόξυλο, αν τύχαινε να είμαστε στην αυλή. Ήταν η στιγμή καθ΄ην εξαντλείτο κάθε πολιτισμένος διάλογος μεταξύ μας και σειράν είχε πλέον το δίκαιο του ισχυρού. Κι ενώ μου τις έβρεχε ανηλεώς, μουρμούριζε που και που το τετριμμένο ρητό, «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
‘Οχι, από κάτι τέτοιο δεν κινδύνευα, ήμουν ήσυχος πως δεν θα τις μαζέψω ως συνήθως. Η περίσταση απαιτούσε σοβαρότητα και λεπτούς χειρισμούς. Τελικώς ο κύβος ερρίφθη. Με βαριά καρδιά είπαν το μεγάλο ναι. Του λόγου μου πέταξα από την χαρά μου. Και το μάθημα θα γλίτωνα και τσολιάς θα ντυνόμουν και θα χαιρετούσα τον Παττακό. Ήμουν πανευτυχής! Θα πήγαινα κορδωμένος, όπως μου είχε προταθεί, στην υποδοχή του κυρίου υπουργού, ενός εκ των πρωταίτιων και βασικών στυλοβατών της χούντας. Τον Απρίλιο του 1968 τελείωνα στην 6η τάξη του δημοτικού, ήμουν πολύ μικρός για να καταλαβαίνω πόσο δραματικό κι επικίνδυνο ήταν για την πατρίδα αυτό που είχε συμβεί πριν ακριβώς ένα χρόνο. Άλλωστε στο σπίτι μας, παρότι οι γονείς μου ήταν δημοκράτες, κεντροαριστεροί καλύτερα, κάθε συζήτηση σχετική με την πολιτική ή με τα ερωτικά ζητήματα, ήταν θυμάμαι ρητώς απαγορευμένη. Είχε καεί η γούνα τους, αν και κάπως ξώφαλτσα είναι η αλήθεια, με τις ταλαιπώριες στενών μας συγγενών στον εμφύλιο, αλλά και κατά την διάρκεια των μετέπειτα χρόνων. Και πριν την «εθνοσωτήριον επανάστασιν» υπήρχε μεγάλη τρομοκρατία από την περιβόητη ΕΡΕ, την τότε δεξιά παράταξη που κυβερνούσε την χώρα. Κατά την «επταετία» δεν γεννάται αμφιβολία περί τούτου… Γνώριζαν πολύ καλά την εξουσία του χωροφύλακα, ότι μπορούσε δηλαδή για ψύλλου πήδημα «να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο κοσμάκης. Φόβος μέγας τους διακατείχε και μόνιμη ανησυχία. Κυρίως για τον μεγαλύτερο αδελφό μου κι εμένα, παρά για τους ίδιους. Ούτε καν τα ανέκδοτα, τα αθώα και αφελή – και τότε κυκλοφορούσαν στις παρέες ουκ ολίγα σχετικά με το «μυστρί» και την καράφλα του Παττακού – δεν μου επιτρεπόταν να αναπαράγω.
Είχαμε μπει στην αίθουσα όταν κτύπησε την πόρτα και πέρασε μέσα διακόπτοντας με άνεση το μάθημα ο Γεώργιος Ρουμελιώτης, γνωστός συνεργάτης – πληροφοριοδότης της τοπικής ασφάλειας. Υπήρχαν κι άλλα επίσημα καρφιά στην περιοχή μας όπως ο κυρ Χρόνης ο μπακάλης και ο κουνιάδος του ο κυρ Βαγγέλης, πρώην χωροφύλακας που διατηρούσε καφενείο, χώρο ιδιαίτερα πρόσφορο για την αλίευση αντικαθεστωτικών σχολίων εκ μέρους των θαμώνων του. Και βεβαίως ο κυρ Χρήστος ο περιπτεράς, το κατ΄ εξοχήν τότε πόστο ρουφιανιάς. Παλαιότερα ο Ρουμελιώτης ήταν οικοδόμος, τα τελευταία χρόνια όμως προτιμούσε κάτι πιο απλό κι εύκολο. Παρίστανε τον κτηματομεσίτη διατηρώντας μάλιστα και το σχετικό γραφείο στην γειτονιά διακοσμημένο με όλα τα σύμβολα και τις φωτογραφίες της χούντας. Όλοι αναρωτιόντουσαν πού τα βρίσκει τα λεφτά αφού πελάτης δεν περνούσε το κατώφλι του. Ψόφαγε για παραγοντιλίκι και πολύ του άρεσε να κωλοτρίβεται με την κάθε λογής εξουσία, ακόμη κι αν επρόκειτο για τον τελευταίο υπάλληλο του δήμου. Μιλούσε καθαρευουσιάνικα της κακιάς ώρας προς εντυπωσιασμό του κοσμάκη. Παρίστανε τον χρυσό νοικοκύρη και τον υποδειγματικό δήθεν σύζυγο, παρότι κεράτωνε απροκάλυπτα σχεδόν την κυρία Φανή, καθώς και τον φιλόστοργο πατέρα έξι παιδιών, μεταξύ των οποίων ήταν και η Λαμπρινή η συμμαθήτριά μου.
Αφού εξήγησε τον λόγο της ξαφνικής επίσκεψης εν ώρα μαθήματος στον δάσκαλό μας, τον συμπαθέστατο Γεώργιο Παναγιωτόπουλο ή Φουντούκο, όπως συνηθέστερα τον αποκαλούσαμε στα κρυφά, ζήτησε κατόπιν να του προτείνει ένα αγόρι για την προϋπάντηση του Παττακού. Για το κορίτσι είχε αποφασίσει από μόνος του, δεν ετίθετο θέμα ότι θα ήταν η κόρη του βεβαίως η Λαμπρινή. Κι ο δάσκαλος χωρίς δεύτερη σκέψη του υπέδειξε εμένα. Εκείνη ντυμένη Αμαλία κι εγώ ως τσολιάς θα προσφέραμε από κοινού άνθη στον υψηλό επισκέπτη, λέγοντας απαραιτήτως και δυο λόγια για καλωσόρισμα, τις γνωστές κλισέ φράσεις που οφείλαμε να αποστηθίσουμε μέχρι την επομένη το πρωί. Το σημείο υποδοχής ήταν ήδη καθορισμένο. Μέχρι εκεί θα πηγαίναμε με δική του ευθύνη. Θα στηνόμασταν και θα περιμέναμε την άφιξη του υπουργού μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Το ζήτημα ήταν να βρεθεί άμεσα η στολή του τσολιά και να φρεσκαριστεί. Ούτε λόγος για ενοικίαση. Δεν θα δίναμε πεταμένα λεφτά για δυο ώρες. Η περίπτωση της γειτόνισσάς μας της κυρά Άννας που επανειλημμένως μας είχε δανείσει την δική της για τις σχολικές απαγγελίες ποιημάτων κατά τις εθνικές επετείους, έμοιαζε να είναι η ιδανική λύση. Ήταν μια ωραιότατη πλήρης στολή με βελούδινο γιλέκο χρώματος σκούρου μπορντό, χρυσοκεντημένου από τα επιδέξια χέρια της μητέρα της, της γλυκύτατης κυρά Μαρίας. Η Αννεζούλα, όπως χαϊδευτικά την έλεγαν οι οικείοι της ή και Ζούλα χάριν συντομίας, την φορούσε ως παιδίσκη και κατά τα λεγόμενά της, διερχόμενη έτσι ντυμένη τα καντούνια της Κέρκυρας, οι διάφοροι μάγκες δεν έχαναν την ευκαιρία να της κλείσουν το μάτι και να της φωνάξουν με σημασία: «Γειά σου ψωλιά μου!». Πλην όμως η μητέρα μου είχε ψυχρανθεί μαζί της και δεν ήθελε να ρίξει τα μούτρα της. Αναγκαστικά κατέφυγε στην φίλη της την Κατίνα την μοδίστρα. Είχε κι εκείνη μια παρόμοια στολή, με μπλε τσόχινο γιλέκο και μια πολύπτυχη φουστανέλα, φτιαγμένη από την ίδια για τον γιο της τον Τάκη. Αλλά στα σίγουρα θα μου έπεφτε μεγάλη. Με τα πολλά, αφού έγιναν οι απαραίτητες μικροδιορθώσεις, έφεραν την στολή στα μέτρα μου. Την άλλη μέρα το πρωί ήμουν ένας άρτιος μικρός τσολιάς που καμάρωνε σαν γύφτικο σκερπάνι!
Μετά από πολύωρη ορθοστασία και αναμονή ακούστηκε το σύνθημα ότι κατέφθασε επιτέλους ο κύριος υπουργός. Ανασυνταχθήκαμε όλοι οι παρευρισκόμενοι και κυρίως εγώ με την Λαμπρινή που είχαμε την ιδιαίτερη αποστολή. Φόρεσα εκ νέου το φέσι, ίσιωσα τις μακριές λευκές κάλτσες που είχαν πάρει τον κατήφορο, τακτοποίησα κάπως τις πτυχές της φουστανέλας μου και επανέλαβα νοερά την προσφώνηση: «Κύριε Υπουργέ της Εθνοσωτηρίου Κυβερνήσεως, σας καλωσορίζουμε σήμερα με χαρά στον δήμο των Αγίων Αναργύρων ευχόμενοι υγείαν και δύναμιν εις το έργον σας». Ούτε μια λέξη δεν πρόλαβα να αρθρώσω από αυτό το λογύδριο. Τα διάφορα τσιράκια τον είχαν κυκλώσει ασφυκτικά, συνωστισμός μέγας επικράτησε και άγριο τσαλαπάτημα. Κινδύνεψαν ακόμη και οι γλαδιόλες που κρατούσε προσεκτικά, τακτοποιημένες μέσα στο σελοφάν τους, από πρωίας η Λαμπρινή. Με αγκωνιές και κλωτσιές καταφέραμε να πλησιάσουμε. Η Αμαλία του πρόσφερε τις ταλαίπωρες γλαδιόλες κι εγώ έτεινα το δεξί χέρι μου έτοιμος για την επιβεβλημένη χειραψία. Μου το έσφιξε θερμά και με το αριστερό του χέρι με κτύπησε ψευτοπερήφανα στον ώμο λέγοντας γελαστός: «Γεια σου τσολιά μου!». Πάλι καλά, σκέφτηκα. Θα μπορούσε να κάνει κανένα σαρδάμ και να επαναλάβει κατά λάθος το πειραχτικό εκείνο που συνήθιζαν να μετέρχονται οι Κερκυραίοι μάγκες, το πάλαι ποτέ, απευθυνόμενοι στην διερχόμενη σκερτσόζα Αννεζούλα!
Το όλον τουρλουμπούκι δεν κράτησε περισσότερο από δέκα λεπτά. Στην συνέχεια, μετά το αναμενόμενο «τους ζυγούς λύσατε», αυτονομήθηκα και όπως ήμουν ντυμένος, περπάτησα μέχρι την επόμενη γωνία της πλατείας κάτω από τα έκπληκτα και διαπορούντα βλέμματα των ανυποψίαστων περαστικών – δεν ήταν βλέπεις κάποια εθνική εορτή ή περίοδος καρναβαλιού για να δικαιολογείται η αμφίεσή μου – για να τρυπώσω τελικά στο φωτογραφικό στούντιο «Αφοι Συκόλα». Οι άκαμπτες και πολυκαιρισμένες κούκλες της βιτρίνας του ήταν θυμάμαι όλες τους ντυμένες νύφες. Κατ΄ εντολήν του πατέρα μου, όπως εξήγησα στον φωτογράφο, όφειλε να με απαθανατίσει ντυμένο τσολιά. Χωρίς δεύτερη κουβέντα με οδήγησε στον ειδικό θάλαμο κι έπραξε τα δέοντα. Κατά τους χρόνους της εφηβείας και της συνακόλουθης έντονης πολιτικοποίησής μου, κάθε φορά που έπεφτα επάνω στην συγκεκριμένη φωτογραφία, αυτόματα έρχονταν στο νου μου η μακρινή εκείνη ανυπόληπτη χειραψία. Ντρεπόμουν πολύ, ένιωθα πως υπήρξα, έστω και εν αγνοία μου, ένας «στιγμιαίος» συνένοχος της απριλιανής χούντας. Και φυσικά το κρατούσα κρυφό, ήταν το επτασφράγιστο ένοχο μυστικό. Κλείνοντας αξίζει ίσως να πω, ότι ποτέ μου δεν έμαθα ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης – αστραπής του Παττακού στα μέρη μας. Ούτε τότε που συνέβη, αλλά ούτε και μετέπειτα.