Μια αληθινή ιστορία
18-03-2020

«Όσα ξεχνάμε είναι ακριβώς αυτά που φανερώνουν ποιοι είμαστε» (σ. 193, Zero K), γράφει ο Ντον ΝτεΛίλλο καθώς ο ήρωάς του αναφέρεται σε όλα αυτά «[…] τα μικρά πράγματα που μας καθορίζουν» (σ. 192), τα οποία όμως τείνουμε να λησμονούμε. Το Zero K είναι ένα μυθιστόρημα που πίσω από το hype περιτύλιγμα της διερεύνησης μιας μεταθανάτιας συνθήκης αέναης ζωής, κρύβει και μια σπουδή για κάτι πιο απτό: τη σχέση ενός πατέρα με τον γιο του. Το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη «Είμαι Όσα Έχω Ξεχάσει», πίσω από τη σκιαγράφηση του εμφυλιακού τοπίου, κρύβει, παρομοίως, την αφήγηση μιας ιστορίας πατέρα και γιου· και μάλιστα, κρύβει την ιστορία δύο γιων και δύο πατεράδων καθώς αποτυπώνει τη διαδρομή από τον παππού στο γιο στον εγγονό. Ο εγγονός είναι ο Ηλίας Μαγκλίνης που θα προσπαθήσει να συναρμολογήσει το παζλ της δολοφονίας του παππού του μέσα από τις σιωπές τού πατέρα του.

Το βιβλίο, που φέρει τον υπότιτλο «Μια Αληθινή Ιστορία», εμπίπτει στην κατηγορία τού μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος (non-fiction novel). Ο Μαγκλίνης υποκινείται αρχικά από τη συμπεριφορά του πατέρα του ο οποίος, μας λέει, παρέμενε πολλές νύχτες ξάγρυπνος υπό τον φόβο του χεριού που θα τον άρπαζε μέσα από το σκοτάδι. Ποιο είναι αυτό το χέρι; Το χέρι του νεκρού πατέρα του, του Νίκου, του παππού τού Ηλία Μαγκλίνη. Ο συγγραφέας όμως ανατρέχει και σε μία παλαιότερη ανάμνησή του και μας λέει «[…] άκουσα τον πατέρα μου να διηγείται ένα νυχτερινό του όνειρο στη μητέρα μου». Ο Μαγκλίνης, λοιπόν, θα πιάσει τον μίτο αυτού του κουβαριού, παραφυάδες του οποίου έρχονται από το σκοτάδι· σκοτάδι που δεν είναι άλλο από το υποσυνείδητο· τόσο του πατέρα του όσο και το δικό του. Έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι, συστατικά υλικά του οποίου δεν θα μπορούσαν παρά να είναι η μνήμη και οι λειτουργίες της. Ο Μαγκλίνης όμως χειρίζεται τη μνήμη όχι ως μία αμιγώς πνευματική διεργασία, αλλά καθολικά· όπως της αρμόζει: ο Μαγκλίνης σωματοποιεί τη μνήμη. Και τη σωματοποιεί με μια πανίσχυρη αντίστιξη: στον θάνατο, που κυριεύει και καταλύει τις αφηγήσεις του, προτάσσει, με κάθε ευκαιρία, τις απαιτήσεις του σώματος: της ζωής. Θυμάται περιστατικά από το παρελθόν του, υπό το φως όμως του σώματος, και τελικά συνειδητοποιεί ότι το σώμα θυμάται με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από το μυαλό, γιατί το σώμα θυμάται αδιαμεσολάβητα. Ο Μαγκλίνης προσπαθεί να κατανοήσει και να μας μεταφέρει το κίνητρό του στο να γνωρίσει τον πατέρα του τώρα, μετά τον θάνατό του, αφήνοντας να φανεί ότι απώτερη προσπάθειά του είναι να αφουγκραστεί τον ίδιο του τον εαυτό πριν αναχωρήσει και ο ίδιος για το σκοτάδι. Αρωγός σε αυτή του την προσπάθεια γίνεται και το ενδιαφέρον του για την αστρονομία· ενδιαφέρον όμως που δεν είναι ούτε απλώς εγκυκλοπαιδικό ούτε τυχαίο. Το ενδιαφέρον αυτό καθυποτάσσεται, εξ απαλών ονύχων, στις αναζητήσεις του για νοηματοδότηση και ερμηνεία. Ο Μαγκλίνης θα γαλουχηθεί σε ένα περιβάλλον όπου ο ουρανός είναι κυρίαρχος, για τον πολύ απλό λόγο ότι ο πατέρας του είναι ιπτάμενος στην πολεμική αεροπορία. Αλλά ο Μαγκλίνης δεν θα αρκεστεί σε αυτό· με τη βοήθεια του αδελφού του θα κοιτάξει πιο ψηλά· θα κοιτάξει στ’ αστέρια, και καθώς θα ανακαλύπτει τα μυστικά τους και θα στέκεται με το πρέπον δέος του ερασιτέχνη απέναντι στο σύμπαν, σταδιακά θα το αφομοιώσει και θα το χρησιμοποιήσει (το θεωρητικό υπόβαθρο για το σύμπαν) όχι μόνο ως εργαλείο για τις μεταφυσικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις, αλλά και ως υλικό που θα του προσφέρει τη δεύτερη βασική αντίστιξη που κυριαρχεί στο βιβλίο: ο ουρανός, τα ουράνια σώματα, συνιστούν μια βιωματική άγκυρα για όλα αυτά που λαμβάνουν χώρα στη γη. Οι θεωρητικές γνώσεις του για το αντικείμενο, όπως για παράδειγμα, η θεωρία για τις μαύρες τρύπες, επιστρατεύεται για να του δώσει τη δυνατότητα να καταλάβει το σκοτάδι από το οποίο πηγάζει ο φόβος του πατέρα του. Έτσι, τελικά, πλάθει με λέξεις αυτή την «αληθινή ιστορία» που υποτιτλίζει το βιβλίο του.

Υπάρχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το εγχείρημα γιατί τελικά ο Μαγκλίνης δεν αναπλάθει το παρελθόν, αλλά το πλάθει· χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι καταφεύγει στη μυθοπλασία. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι ακριβώς αυτή είναι η φύση τού μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος. Το κείμενο χαίρει μιας αψεγάδιαστης και ζηλευτής ισορροπίας ανάμεσα στο κρυπτικό και στο διαυγές. Ο Μαγκλίνης δεν είναι κρυψίνος. Θα μας εκθέσει πολλές φορές το οπλοστάσιο του όπως, για παράδειγμα, όταν αναφέρει τα σχόλια της Αμερικανίδας φωτογράφου Σάλι Μαν (πάνω στις απόψεις του Ζολά) σχετικά με τη χρησιμότητα των φωτογραφιών που διανθίζουν το βιβλίο ως ιδιότυπα πειστήρια. Και λέω «ιδιότυπα» γιατί ο συγγραφέας έχει συνειδητοποιήσει τη λειτουργία των φωτογραφιών στο μηχανισμό της μνήμης· γνωρίζει ότι η φωτογραφία δεν λειτουργεί επικουρικά με τη μνήμη, αλλά επιδρά ως τροχοπέδη στις μηχανεύσεις και τις αναζητήσεις της. Η φωτογραφία, κατά κάποιο τρόπο, εξολοθρεύει την πραγματικότητα. Και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει, για παράδειγμα, και ο Σταντάλ όπως μας επισημαίνει ο Μαξ Ζέμπαλντ στο «Αίσθημα Ιλίγγου». «[…] γι’ αυτό, συμβουλεύει ο Μπελ, δεν πρέπει να αγοράζουμε γκραβούρες με ωραίες απόψεις και τοπία που βλέπουμε στα ταξίδια μας. Γιατί πολύ σύντομα η γκραβούρα καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο της ανάμνησης που έχουμε από κάτι, θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι καταστρέφει την ανάμνησή μας» (Αίσθημα Ιλίγγου, σ. 14, μτφρ. Ι. Μεϊτάνη). Ο Ζέμπαλντ, που κάνει, σχεδόν στο σύνολο στο έργου του, παρόμοια χρήση των φωτογραφικών πειστηρίων με τη χρήση που κάνει ο Μαγκλίνης, τα οργανώνει έτσι ώστε αυτά να καταφέρουν να πουν στο τέλος «μια αληθινή ιστορία». 

Ο Μαγκλίνης θα σκάψει το παρελθόν και θα αναζητήσει μαρτυρίες τόσο από επίσημα όσο και από συγγενικά του χείλη. Θα παλέψει, με τρεμάμενο πολλές φορές χέρι, να καταδυθεί τόσο στον χρόνο όσο και στον χώρο. Γιατί είναι οι δύο αυτές καντιανές υπερ-κατηγορίες που θα τον βασανίσουν καθώς θα προσπαθήσει να τις εξημερώσει επιστρατεύοντας όχι μόνο με τη δύναμη του λόγου που αναιρεί και κατηγοριοποιεί, ανέξοδα, κατά το δοκούν, χώρο και χρόνο, αλλά ακόμη και με την επιστημονική θεωρία, όπως ήδη ανέφερα, για τις μαύρες τρύπες. Έτσι θα αποπειραθεί να συμφιλιώσει τόσο τα κενά της μνήμης όσο και την άγνοιάς του. Ο Μαγκλίνης μάλιστα θα αντιπαραβάλει το κενό με την απουσία· το κενό που αντίκρισε ο πατέρας του καθώς είδε τον νεκρό πατέρα του να κείτεται αιμόφυρτος πάνω σε μια πόρτα, με την απουσία που βίωσε ο ίδιος όταν πήγε στο νοσοκομείο την επομένη του θανάτου τού δικού του πατέρα και αντίκρισε το άδειο κρεβάτι. Οι κατηγορίες «κενό» και «απουσία» θα αποσυναρμολογηθούν και αφού σφυρηλατηθούν εκ νέου, θα ταυτιστούν μέσα στο σκότος της μαύρης τρύπας. Ο Μαγκλίνης θα αναζητήσει και θα βρει νόημα από την εφαρμογή και κυρίως προσαρμογή στη δική του πραγματικότητα θεωριών και ερωτήσεων τόσο απομακρυσμένων από την καθημερινότητα όσο για παράδειγμα το στοίχημα του Στίβεν Χόκινγκ με τον Τζον Πρέσκιλ για το αν «[…] η πληροφορία που καταπίνει μια μαύρη τρύπα χάνεται για πάντα από το δικό μας σύμπαν και δεν θα επιστρέψει ακόμα και αν η μαύρη τρύπα εξατμιστεί και εξαφανιστεί εντελώς» (σ. 215). Ο Μαγκλίνης θα πιαστεί από το γεγονός ότι η πληροφορία αυτή «[…] δεν κρύβεται για πάντα από το δικό μας σύμπαν» για να στηρίξει την αξιοπιστία των ιστορικών πηγών, και, κατ’ επέκταση, του παρελθόντος μας ως εγγυητή τής ταυτότητάς μας. Και ο Μαγκλίνης θα το πετύχει αυτό γιατί σε αντίθεση με τον πατέρα του έχει τη χαρισματική δυνατότητα «[…] να κάνει συνδέσεις, επαφές» (σ. 245). Ο Ηλίας Μαγκλίνης, σε αντίθεση με τον πατέρα του, επιβιώνει επειδή έχει το χάρισμα να συναρμολογεί υπομονετικά παζλ. Και η συναρμολόγηση αυτού τού συγκεκριμένου παζλ αποδεικνύεται επώδυνη όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την Ελλάδα.

Το συγκινητικό στο βιβλίο του Μαγκλίνη είναι ότι καταφέρνει να ταυτίσει, αβίαστα – αβίαστα για εμάς τους αναγνώστες – το προσωπικό με το συλλογικό. Όταν στο τέλος τού βιβλίου μάς αφηγείται την κηδεία τού πατέρα του, και κάθεται στον νεκροθάλαμο του Α’ νεκροταφείου, μας περιγράφει το φέρετρο του Κώστα που ήταν τυλιγμένο με την ελληνική σημαία. Ο Μαγκλίνης ταυτίζει την Ελλάδα με το φέρετρο «[η] γαλανόλευκη είχε τώρα μεταμορφωθεί σε φέρετρο, όπως ακριβώς της ταίριαζε […]», και προσπαθεί, μέσα στο πένθος του, καθώς τα χέρια του τσαλακώνουν σπασμωδικά το ύφασμα της σημαίας, να απαγκιστρώσει και να ανασύρει τον νεκρό πια πατέρα του από το έρεβος της Ελλάδας που του τον στέρησε· που του τον στέρησε όχι ως παρουσία, αλλά, κυρίως, ως ουσία· τον νεκρό πατέρα του που έκανε τα πάντα για να φύγει μακριά από αυτό το χέρι που θα τον άρπαζε από το σκοτάδι· που πέταξε πάνω από τη Νεβάδα, που πήγε στην Κορέα, που πήγε στην Κινσάσα… Γιατί ο Μαγκλίνης έχει καταλάβει ότι ήταν η δολοφονία του παππού του από την ΟΠΛΑ που έφερε τον νεαρό πατέρα του αντιμέτωπο με το κενό· και αυτό το κενό το βίωσε και το πλήρωσε και ο Ηλίας Μαγκλίνης, ο έτερος γιος της ιστορίας, με τη συμπεριφορά του πατέρα του που ήταν διαρκώς παρών απών: σα να αιωρούνταν, μια ζωή, στον ορίζοντα γεγονότων μιας μαύρης τρύπας· έχοντας, από εκείνη τη νύχτα της δολοφονίας, περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή. 

Ο Μαγκλίνης, στο τέλος, πιστός στις πρωινές του αναγεννήσεις, θα πιστέψει ότι δύναται να σπάσει τον κύκλο και να ορθώσει το ανάστημά του μέσα από την αέναη επανάληψη της κάθε ανατολής του ήλιου. Στη θέση του χεριού μέσα στο σκοτάδι, προτάσσει ένα χάδι. Η μόνη μου ανησυχία είναι αν το «Είμαι Όσα Έχω Ξεχάσει» θα χρεώσει τον συγγραφέα του με το άχθος της μνήμης. Γιατί, ας μην λησμονούμε ότι κάθε μεθοδική διαδικασία που έχει ως στόχο της την ανασύσταση του παρελθόντος συνιστά και μια, εκ νέου, δαγκωνιά από τον καρπό της γνώσης. Το να θυμηθείς, το μεθοδικό αυτό αναμιμνήσκειν, ενδέχεται να επιφέρει το είδος της τιμωρίας που αρμόζει σε κάθε δαγκωνιά από τον καρπό της γνώσης, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, να πληρώσεις το τίμημα της πτώσης τού να πάψεις να είσαι: να είσαι αβασάνιστα, ανέμελα, παιδικά. Η ενάρετη ανάγνωση του όλου εγχειρήματος βρίσκεται βέβαια στο να καταφέρεις να γίνεις κάποιος άλλος: αυτός που έγινε ο συγγραφέας.