Βαρδιάνος στα Κυβέλεια
Από τα δωμάτια που με κοίμισαν στη Σαλονίκη, κανένα δε βρίσκεται στα δυτικά, τέσσερα ανήκουν στο ιστορικό κέντρο και τουλάχισον δέκα ανήκουν στην καθ΄ημάς Ανατολή. Τώρα, όπου να΄ναι κλείνω διετία στα Κυβέλεια, μια περιοχή που από σινεμάς έχει εξελιχθεί σε τοπωνύμιο. Από την κυβόστρωση της Λεωφόρου Στρατού έως (χονδρικώς) την τύμβη του Προφήτου Ηλιού, τον Τεσσαρακονταστάτη και το δήθεν Κελλάριο, η πόλη εξωθείται δια λεωφόρων, καράβων και ατραπών που εξελίχθηκαν σε συνοικίες και ρυμοτομήθηκαν τσάτρα πάτρα, προς την εξωτική της απόμοιρα, ήτοι προς Μίκρα ή το Ελαιόρεμμα πέραν του Αλλατίνη και τα νεκροταφεία. Τόποι χαλαρώς συνδεδεμένοι, επί δεκαετίες αρρύθμιστοι και με προσωρινές προσβάσεις. Ενίοτε, ένα τοιχαλάκι, μια αυλόθυρα, επιβιώνουν άνευ λόγου.
Με της θεάς Κυβέλης ή Ρέας, ανάσσης της καρδιάς των Φρυγών, ο ιερός περίβολος, όταν άρχισε να μπουφλιάρει η εικών της Σαλονίκης, συνυπήρχαν ένα διάστημα ιεροί σινεμάδες, όπως τα Διονύσια, ναός με αιγυπτιακή μόστρα και τα Ηλύσια, ως τόπος νεκρών αναπαυμένων.
Μέγαρα η πόλις διαθέτει αρκετά, και ένα μόνο Μέλαθρον ήτοι το Παλαιντεσπόρ. Η Θεσσαλονίκη στην ουσία παραμένει μια πλαγιά που βλέπει θάλασσα και τα υπόλοιπα είναι κάμποι. Από την περιοχή Ευζώνων, έως το Ρωσικό νοσοκομείο με το παράρτημα Δαν, όπου γεννήθηκα με τον αδελφό μου, προέρχεται η πηγή των δακρύων μου. Εβραίους δεν πρόλαβα, επειδή τους σκότωσαν πριν γεννηθώ, αλλά πρόλαβα άλλα: τα μεγάλα χαρτονομίσματα του κατοχικού πληθωρισμού, όταν μου έδιδαν χαρτζιλίκι χιλίων δραχμών για να ξινιστώ με λεμόν τουζού ή να πίω γκαζόζα που πατλατάει. Και μετά, ήρθε η υποτίμηση, η πεντάρα, η δεκάρα, η εικοσάρα, το μισόφραγκο έως το τάλιρο που έγραφαν «1954» και έδειχναν έναν γέρο με λίγα μαλλιά που αργότερα, εκ της φθοράς, έγινε τελείως φαλακρός. Τουλάχιστον ώσπου να ιδρυθεί η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, το παιδικό νόμισμα ήταν με τρύπα στη μέση και με την πεντάρα, έπαιρνες πέντε φλοκάκια β΄ κατηγορίας. Τες δραχμές του Μαρκεζίνη, ώσπου να δικαστεί ο Μέρτεν, τις είχαμε περί πολλού. Τη Σαλονίκη την έβλεπα ως τόπο με χάσικο ψωμί, τυρί πιπεράτο που με ξένιζε, και τόπο όπου μεγάλωναν αγαπημένα μου ξαδέρφια. Η «γειτονιά» είχε κέντρο την Ευζώνων με Περδίκκα, κι έως την Ιωαννίνων. Μας άφηνε το ΚΤΕΛ στην Οδυσσέως στο Βαρδάρι, στο καφενείο που είχε εφημερίδες με σκελετά από μπαμπού και παίρναμε το τραμ για Ευζώνων.
Τιμολογήσεις
Σαλονίκη μετακομίσαμε πάνω στα Ιουλιανά. Ζούσε ακόμη η ξύλινη Ιχθυόσκαλα και ψαροταβέρνες γύρωθεν του Ιστιοπλοϊκού κόλπου, ενώ στα βραχάκια του Ομίλου κάναμε μπάνιο. Το αστικό είχε μία εβδομήντα και το πάσο οκτώ δεκάρες. Μονάδα νεανικής επιβίωσης η πίττα με γύρο, δραχμές τρεισήμιση, υπερπαραγωγή. Το 1969 βγήκε η κοκακόλα, που ακύρωσε το Μπιράλ και το Σινάλκο και η μπουκάλα του ενός λίτρου κόστιζε στο σουβλατζίδικο του Στέλιου Πράππα,στο «Μαρί» πεντέμιση δραχμές. Παγκόσμιο κύπελλο του 1970, χουντοκατάσταση και χίπικα λαχούρια στα πουκάμισα ήταν η μέση οδός. Κάθε δυο χρόνια μετακόμισης, διπλασιάζονταν οι τιμές των ενοικίων καθώς αναζητούσαμε «το κάτι καλύτερο». Αλλά βάση παντός συλλογισμού ήταν οι λογαριασμοί που έβγαιναν επί χρόνια σταθεροί. Δώδεκα δραχμές την ώρα ήταν η ταρίφα για να βοηθήσεις μια διπλωματική εργασία. Σήμερα, η μέση ταρίφα «μαθήματος» είναι στα δέκα ευρώ την ώρα. Αλλά η ζωή δεν ακρίβηνε κατα 341 φορές. Έγινε πολύ πιο απλησίαστη.
Το εμπόριο
Πριν πενήντα χρόνια, κι όμως, χωρίς να είναι άνετα όλα, ήταν βιώσιμα, για κάθε ηλικία. Δεν ξέρω τι φταίει, αλλά μεγάλο μερίδιο αποδίδω σε έναν ενεργό κοπροσκυλισμό. Αρχής γενομένης από τις διαφημίσεις. Έχουν γίνει τέρμα Θεού ακατανόητες. Για να λανσάρουν κάτι dark, διαλέγουν μια τύπισσα αυθεντικώς κρυόμπλαστρη, που υποτίθεται χαμογελάει πονηρά επειδή γεύεται κάτι νταρκώδες, και η κάμερα δείχνει κάτι χεράκια αφράτα, παραζυμωμένα, παππουδιασμένα από τις κρέμες. Η μια «ελεύθερη ύπαρξη» με μουσταρδί πουκαμίσα, που τσακίζει ένα γλυκό χειρός, ταυτόχρονα με ό,τι είδος γραφείου κυκλοφορεί στον χώρο της.
Συνελόντι ειπείν, νόμιζα πως ζούσα σε έναν σκληρό κοσμο και τώρα τα πενήντα χρόνια μου φαίνονται μαλακά στραγαλάκια.
Ενώ στα Κυβέλεια, ανάμεσα σε φαντάσματα Κλαζομενίων μετοίκων, με τρεις δραχμές έμπαινες στα δύο έργα, αλλά σε έπαιρνε να επισκεφτείς τουλάχιστον δέκα σινεμάδες από την κάτω γραμμή έως τα νοσοκομεία της επάνω στιβάδας της πόλης, όχι για τα έργα, όχι για την αίσθηση, αλλά για το αιφνίδιο σκοτάδι που γινόταν λαμπερή φωτεινή σκιά από τα πυροφάνια που φώτιζαν τους ξηρούς καρπούς, έως τα παγκάκια του μεγάλου διαμήκους πάρκου, όπου μαίνονταν τα ζευγαράκια και φεύγοντας σε σκοτάδι πίσσα, εσύ ή η ντάμα σου, πατούσατε ανδρικούς αφαλούς ή γρήγορο σάρκας γύμνωμα μετέφηβης Λολίτας, σκίζοντας την παραθαλάσσια ληγούστρα, τότε που έσβηναν ή θάμπωναν ανήκεστα φώτα στην Παλιομάννα.