Μην ενοχλείτε
11-06-2020

Είναι ένα μέρος χωμένο στα στενάκια. Περνάω επίτηδες από εκεί. Όταν δεν είναι πιασμένο, γίνεται για λίγο το μέρος που γράφω τα σκονάκια. Πίσω από μεγάλο σούπερ μάρκετ, σκηνικό βιομηχανικού ντιζάιν, φουγάρα και σίδερα στηριγμένα σε ανθρακί μπετόν, πυκνοί θάμνοι δέντρα και πεζούλια. Ζωή στη μακέτα δίνει μια χρωματιστή παιδική τσουλήθρα και ο αδέσποτος χίπης που λιάζεται ανάσκελα με λουλούδια στο κεφάλι.

Όταν δεν είναι πιασμένο. Εκεί λοιπόν αράζουν εφηβικά τρίγωνα πάνω σε κουμπιά από τζην που κρατιούνται με το ζόρι. Ερωτικές ξυλιές, τσιμπιές, γαργάλημα και γέλια. Σα να κρέμεται ταμπελάκι από το δέντρο, do not disturb. Το τέλειο φως για σέλφι. Κορίτσια ινφλουένσερς με παντελόνες και μεγάλα γυαλιά μελί ποζάρουν σε 3d μπροστά στα σίδερα. Αν απομονώσεις το σωστό πλάνο μπορείς να κάνεις τσεκ ιν στο Σταύρος Νιάρχος. Κουβαλάς σακούλες, της γελάς. Προχωράς παρακάτω. Ένας παλιός μου συμμαθητής που το κουταλάκι δεν το έχει για να βάζει ζάχαρη στον καφέ, αφού αυτό που τον τονώνει δεν είναι η καφεΐνη. Τον πετυχαίνω στη γνωστή στάση, ράντζο διπλωμένο στη μέση. Κάθεται με το κεφάλι κάτω για ώρα. Τα σάλια του στάζουν στα παπούτσια. Σε αυτό το χάλι τι να του πεις. Ρε συ πέτα τουλάχιστον τις βελόνες, περνάνε από ‘δώ παιδάκια. Ζει; Πέθανε; Σκύβω να δέσω τα κορδόνια και ξεφυσάω. Αυτός μάλλον κοιμάται. Κλάματα. Οι γυναίκες τα έχουμε εύκολα. Όταν δεν υπάρχουν λέξεις να εξηγήσεις σε κάποιον την αλήθεια σου, φώναζε. ΒΑ-ΡΕ-ΘΗ-ΚΑ! Πήγαινε όλο πάνω στον τεράστιο γκρι τοίχο και αναπήδαγαν οι συλλαβές σα λαστιχένιο μπαλάκι. Δεν έχει νόημα να ακούσω τη συνέχεια. Αυτή η γυναίκα δεν πρόκειται να τον χωρίσει. Όταν θες να φύγεις, δεν σου έχει μείνει κραυγή. Η σιωπή σου κρατάει τη βαλίτσα και το κινητό σου παίζει κάποια αγαπημένη σου συμφωνία. Μια συμφωνία που έχεις επιλέξει εσύ για το υπόλοιπο της ζωής σου. Τεν μίνιτ γουόρκ άουτ. Χωρίς αντίντας φανελάκι. Με λειωμένα αθλητικά παπούτσια. Κάνει ροκανίσματα και πους απς ακριβώς εκεί που θέλω να κάτσω. Αν θες να γυμναστείς τελικά, αρκεί ένα κομμάτι τσιμέντο. Δεν έχει λίπος στην κοιλιά, ούτε ζορίζεται ιδιαίτερα στις επαναλήψεις. Τον βλέπεις να αναπνέει και είναι σαν να ανοίγει το δικό σου διάφραγμα.

Ένας μπόμπιρας με φουσκωτή πάνα, κάνει προσπάθεια να ανέβει στην τσουλήθρα ανάποδα. Έχεις να τραβήξεις ανηφόρα, φίλε. Αλλά αυτός δεν το βάζει κάτω. Στηρίζει τα χέρια. Βάζει δύναμη στα ποδαράκια, γλυστράει λίγο, γονατίζει, φωνάζει μαμά. Εκείνη έτοιμη με χέρια ανοιχτά μην της πέσει. Αυτός δεν τη χρειάζεται. Ναι είναι δυνατός από τόσο μικρός. Αρκεί να ξέρει ότι τον κοιτάζεις, αρκεί να ξέρει ότι θα ουρλιάξεις μαζί του. Έκατσε όταν έφτασε στην κορυφή. Γύρισα την πλάτη. Ήταν δική τους στιγμή. Θα τον δω ξανά σε λίγα χρόνια που θα κάνει παρκούρ στα πεζούλια.

Όταν πέσει η νύχτα, στον τοίχο βλέπεις τεράστιες σκιές. Χέρια που δεν σχηματίζουν κουνελάκια και πεταλούδες για τον μπόμπιρα. Τελικά αυτό το μέρος είναι ένα λάϊβ στέητζ. Όλοι εμείς περφόρμερς για την λίγη ώρα που μας αναλογεί. Χειροκρότημα δεν υπάρχει, αλλά σίγουρα το κοινό μας είναι μεγάλο.