Με φυσικό κόκκινο χρώμα
24-04-2021

«Αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μού έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη»
―Γιώργος Σεφέρης, Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955

 

Φέτος θα είναι το τρίτο Πάσχα που θα περάσω στη Λευκωσία, μετρώντας και την πρώτη μου επίσκεψη στην Κύπρο, το Πάσχα του 1974. Πέρυσι, ως μόνιμος κάτοικος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναζήτησα βαφές αυγών για το έθιμο, και δεν βρήκα πουθενά αυτές που ήξερα από την Ελλάδα στα γνωστά φακελάκια: παντού υπήρχαν μόνον οι φυτικές βαφές τις οποίες χρησιμοποιούν οι ντόπιοι, σε μορφή ρίζας. Τις δοκιμάσαμε, ως καλαμαράδες, με άνισο αποτέλεσμα.

Σήμερα στην τελευταία λαϊκή αγορά πριν από τη Μεγάλη Πέμπτη, βρήκα πακεταρισμένες τις ρίζες που βάφουν τα αυγά. «Πώς τις λες αυτές;» ρώτησα τον πωλητή, που είναι καινούργια γνωριμία. «Ριζάρι τις ξέρω», μου απάντησε. «Μη ρωτάς περισσότερα, δεν ξέρω, δεν είναι δικές μου, ο θειος μου τις καλλιεργεί κι εγώ τις πουλάω».

Σαν γύρισα στο σπίτι, και με δεδομένο τον περιορισμό της κυκλοφορίας, άνοιξα το ίντερνετ. Στο σάιτ του Κυπριακού Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης, βρήκα την άκρη του νήματος:

«Οι πιο συνηθισμένοι παραδοσιακοί φυσικοί τρόποι για το βάψιμο των κόκκινων αυγών στο νησί μας είναι τα κρεμμυδόφυλλα, τα παντζάρια, το λεγόμενο ριζάρι ή αλλιώς λιζάρι και η «βαφή του γιαλού» ή αλλιώς «φύτσι του γιαλού». Πολλοί είναι και αυτοί που χρησιμοποιούσαν τα πέταλα από το φυτό σιμιλλούδι ή αλλιώς λάζαρο για την παραγωγή κίτρινης βαφής για τα πασχαλινά αυγά.

Τα κρεμμυδόφυλλα  χαρίζουν ένα όμορφο κεραμιδί χρώμα. Το ριζάρι είναι ένας θάμνος που η ρίζα του είναι κόκκινη και από αυτήν παράγεται μια κατακόκκινη χρωστική. Στην επαρχία είναι σχετικά εύκολο να εντοπιστεί αλλά ακόμη και στην πόλη μπορεί να αγοραστεί από λαϊκές αγορές, υπεραγορές ή ακόμη και να φυτευτεί σε αστικούς κήπους. Με το ριζάρι τα αυγά αποκτούν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το ριζάρι ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων ένα πολύτιμο βότανο με μεγάλη αξία. Η ανεξίτηλη κόκκινη χρωστική του θεωρείτο κατάλληλη για βάψιμο των νημάτων. Στην Ινδία υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν τη χρήση του από τον 3ο αιώνα π.Χ. Επίσης είναι συνδεδεμένο στην ιστορία με το άλικο χρώμα των υφασμάτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η «βαφή του γιαλού» προέρχεται από το φύκος Ρυτίφλοια η βαφική που υπάρχει σε παραλίες του νησιού μας και γενικότερα της Μεσογείου. Μοιάζει με τη γνωστή μάλλα αλλά με πιο λεπτά φύλλα και όταν είναι μέσα στη θάλασσα έχει γκρίζο χρώμα. Για την αναγνώρισή της μια κοινή πρακτική είναι το ότι τρίβοντας την πάνω στο χέρι σου κοκκινίζει. Αυτή η μέθοδος βαψίματος των αυγών ήταν ευρέως γνωστή σε κατοίκους των Κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου».

Αναζήτησα το ριζάρι με την επιστημονική του ονομασία, Rubia Tinctorum, και στη Wikipedia είδα ότι η ρίζα του φυτού παράγει δύο διακριτές ερυθρές χρωστικές ουσίες, Rose madder (όχι ανεξίτηλη, με ιστορία που χρονολογείται τεκμηριωμένα από τον τάφο του Τουταγχαμών) και Turkey red (πιο πρόσφατη, γνωστή και ως rouge d’Andrinople). Η συνταγή για την παρασκευή της δεύτερης χρωστικής είναι κάπως περίπλοκη, και περιλαμβάνει και ελαιόλαδο και προβατίσιο αίμα και κακαράντζες, οπότε καταλαβαίνεις γιατί εξέλιπε. (Στη σελίδα του Turkey red στη Wikipedia βρήκα κι έναν πίνακα με 59 αποχρώσεις του κόκκινου, όπου η κάθε ονομασία είναι κι άλλο λινκ, και περιμένω να διαβάσω την ιστορία πίσω από κάθε ονομασία και απόχρωση.)

Αναζήτησα το ριζάρι και στο Λεξικόν Φυτολογικόν του Π.Γ. Γενναδίου (Αθήνα 1914 ― ένα από τα συναρπαστικότερα έργα αναφοράς που κυκλοφόρησαν ποτέ σε οποιαδήποτε γλώσσα), και είδα ότι η επιστημονική ονομασία του φυτού στα ελληνικά είναι ερυθρόδανον (Rubia, γαλλ. Garance, αγγλ. Madder, τουρ. Κεκ-μπογιά ή Φουβέ, τ. Ερυθροδανωδών), και το είδος που με ενδιέφερε ήταν το τρίτο:

«γ΄) Ε. το βαφικόν (R. tinctorum), το κν. ριζάρι ή αλιζάρι, εν δε τη Κύπρω Μπογιά.  Τούτου ιδίως η ρίζα είνε βαφική, εις το είδος τούτο δε αναφέρεται το Ερευθέδανον του Ηροδότου (4,189) και το Ερυθρόδανον του Διοσκορίδου … η καλλιέργεια του είδους τούτου ήκμαζεν εν Ελλάδι και πολλαχού της Ανατολής μέχρι προ πεντακονταετίας περίπου, ότε οι κατάλληλοι δια την καλλιέργειαν αυτού αγροί (μάλλον ασβεστώδεις και νοτεροί) ετιμώντο και μέχρι χιλίων δρχ. ανά στρέμμα. Αφ’ ης όμως εποχής εισήχθη η χρήσις των χημικώς παρασκευαζομένων χρωμάτων, η ζήτησις του είδους τούτου βαθμηδόν ηλαττώθη σημαντικώς και επί τέλους σχεδόν εξεμηδενίσθη. Εντεύθεν η καλλιέργεια του Ε. ενιαχού μεν περιωρίσθη μεγάλως, πολλαχού δε και εγκατελήφθη εξ ολοκλήρου. Εντούτοις προς βαφήν ωρισμένων υφασμάτων και ιδίως των ερυθρών ερεών των προοριζομένων δια στρατιωτικάς στολάς εν Γαλλία και εν Αγγλία εξακολουθεί να γίνεται αποκλειστική χρήσις ερυθροδάνου. Επομένως αν και περιωρισμένως ουχ ήττον καλλιεργείται εισέτι το Ε. ενιαχού της Ευρώπης και ιδίως εν Ολλανδία και παρά την εν Γαλλία Αβινεώνα, ήτις άλλοτε ήτο το σπουδαιότερον κέντρον της παραγωγής και εμπορείας του βαφικού τούτου προϊόντος, ούτινος η καλλιέργεια εισήχθη εκεί υπό του εκ Περσίας καταγομένου Άλθεν. [Σημείωση: η βιομηχανία της δι’ ερυθροδάνου βαφής ερυθρών βαμβακερών νημάτων εισήχθη εις την Γαλλίαν υπό τεχνητών Θεσσαλών (Αμπελακιωτών) περί τα μέσα του 18ου αιώνος. Αλλ΄οι πρώτοι ανά την δυτικήν Ευρώπην χρησιμοποιήσαντες το ερυθρόδανον ως βαφικήν ουσίαν είνε οι Ολλανδοί.]»

Καμία αναφορά σε αυγά ― αλλά τι ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο και στην Ιστορία ήταν αυτό που ξεκίνησε από το τελάρο της λαϊκής αγοράς! Ας εκληφθεί αυτό το ποστ ως ανάπτυξη της επιγραφής «Μπογιές Αυγών» που είχε γράψει ο ανεψιός από το Παραλίμνι. Η Κύπρος διαρκώς μου θυμίζει ότι υπάρχει ένας άλλος, θαυμαστός κόσμος, που περιμένει να τον ανακαλύψεις. Αν δεν το κάνεις, εσύ θα παραμείνεις φτωχότερος.