Με το μικρό όνομα Μάνος
23-10-2018

Πολλές φορές προσπάθησα να ερμηνεύσω, επί ματαίω, ποια ήταν η μυστική φωνή που κανοναρχούσε τον βηματισμό μου και με κατηύθυνε υποσυνείδητα να έλθω κοντά, να βρεθώ δίπλα στα πρόσωπα που ασκούσαν γοητεία επάνω μου όταν ήμουν νέος. Και παρότι, καμία κίνηση δεν θυμάμαι να έκανα με την θέλησή μου προς το μέρος τους, εννοώ κατόπιν κάποιου, έστω υποτυπώδους σχεδιασμού ή λογικής αποφάσεως, διαπίστωνα εκ των υστέρων, περιχαρής βεβαίως, ότι αυτό που επιθυμούσα διακαώς, πολύ απλά συνέβη. Κι επειδή συνέβη ως γεγονός, πλέον της μιας φοράς, αυτόματα το καθιστά από συμπτωματικό σε κάτι άλλο, κάτι βαθύτερο και δυσεξήγητο. Αλλά πολύ φοβάμαι πως, έτσι και θα παραμείνει.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Πρώτη φορά τον συνάντησα από κοντά στο Zonars της Βουκουρεστίου το 1974. Τύχη αγαθή το θέλησε και ένα μεσημεράκι ο φίλος μου Γιώργος Χρονάς έπρεπε να περάσει από εκεί για να του παραδώσει έναν φάκελλο. Μου πρότεινε λοιπόν, να πάμε παρέα, αν δεν είχα αντίρρηση, για πέντε λεπτά έστω και μετά θα φεύγαμε. Αν πάλι δεν ήθελα, μπορούσα να τον περιμένω εκτός. Αλίμονο, ήθελα και με το παραπάνω, άλλο αν προσποιήθηκα τον απρόθυμο και τον βαριεστημένο… Τον ακολούθησα, με σύστησε στον Χατζιδάκι, καθώς και στην υπόλοιπη συντροφιά που αποτελείτο θυμάμαι από τον Νίκο Γκάτσο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την Άννα Βαγενά. Εκείνος μας ζήτησε να καθήσουμε, να μην φύγουμε αμέσως και ρώτησε τι θα θέλαμε να πάρουμε, καφέ ή κάποιο γλυκό, πριν καλέσει τον σερβιτόρο. Μετά από λίγο τον ρώτησα με την άνεση της νεότητας, να μου εξηγήσει κάποιους στίχους του από το έργο « Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» που μόλις είχε κυκλοφορήσει, τους οποίους δεν πολυκαταλάβαινα. Με άκουσε με προσοχή και κατόπιν μου απάντησε αινιγματικά: «Ρώτησε τον φίλο σου τον Χρονά, αυτός θαρρώ θα σου εξηγήσει την σημασία τους καλύτερα κι από εμένα τον ίδιο!». Δεν μου άρεσε η απάντησή του, ένιωσα σαν να μην ήθελε ν΄ασχοληθεί με τις «απορίες» του νεοσσού, κάπως ότι μου έβαλε πάγο ή μπορεί, τέλος πάντων, να μην είχε τα κέφια του. Εννοείται ότι κατάπια την γλώσσα μου και έτσι άδοξα η πρώτη απόπειρα για προσέγγιση με τις προσχηματικές απορίες μου έλαβε τέλος.

Η επόμενη φορά ήταν ένα βράδυ, συμπτωματικά και πάλι Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου γωνία που βοηθούσε την μητέρα του να αποβιβαστεί από ένα σταματημένο ταξί. Πλησίασα και τον χαιρέτησα διακόπτοντας άθελά μου, στιγμιαία την έξοδο. Με θυμήθηκε κι έδειξε χαρούμενος για την απρόσμενη συνάντηση. Η μητέρα του, μια σεβάσμια κυρία κάποιας ηλικίας, πρόσεξα φευγαλέα πως με κοιτούσε διερευνητικά στο σύντομο διάστημα που υποχρεώθηκε να περιμένει υπομονετικά για την ολοκλήρωση της αποβίβασής της, εξ αιτίας της παρουσίας μου. Με ρώτησε «τι κάνω» και πότε θα μπορούσε να με δει. «Δυστυχώς», του απάντησα, «υπηρετώ στον στρατό και στην Αθήνα βρίσκομαι με ολιγοήμερη άδεια. Αύριο το πρωί επιστρέφω στην μονάδα μου στον Έβρο». Τον καληνύχτισα κι έφυγα χωρίς κάτι περισσότερο.

Μετά ένα χρόνο περίπου, απολύθηκα από τον στρατό κι ένα βράδυ ο Γιώργος Παυριανός μου σύστησε τον φίλο του Άρη Δαβαράκη που εργαζόταν ήδη στο Τρίτο Πρόγραμμα και πιο συγκεκριμμένα κάνοντας κάθε πρωί οκτώ με δέκα την εξαίρετη εκπομπή «ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ», ένα πολιτιστικό μαγκαζίνο με συμπαρουσιάστρια την ηθοποιό Μαρίκα Τζιραλίδου. Μου πρότεινε, λοιπόν να αναλάβω το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ της εκπομπής, αποδέχτηκα ασμένως και από την επομένη κιόλας βρέθηκα  να κολυμπάω, είκοσι τριών χρόνων μόλις, στα βαθιά νερά του Τρίτου. Ήταν ανέλπιστη τύχη και τι τύχη! Η αμοιβή μου ήταν πεντακόσιες δραχμές ημερησίως. Ο Χατζιδάκις δεν είχε ιδέα περί του θέματος. Το πληροφορήθηκε όταν κάποτε σκόνταψε επάνω μου σε κάποιο διάδρομο της ΕΡΤ. Η συνεργασία αυτή δεν ευδοκίμησε. Η Τζιραλίδου, θεός σχωρέστην, δεν με συμπάθησε ποτέ, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να με αποπέμψει, ώσπου τα κατάφερε. Βρέθηκα έτσι εκτός νυμφώνος!

Εκείνο το διάστημα ο Γιώργος Παυριανός ετοίμαζε δύο παραστάσεις για το Τρίτο. Επρόκειτο για την διασκευή της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Βάτραχοι» και της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» για το Θέατρο Σκιών του Ευγένιου Σπαθάρη. Την πρωτότυπη μουσική είχε αναλάβει να ετοιμάσει ο συνθέτης Δημήτρης Λέκκας.  Έτσι πολλά βράδια τα περνούσαν με τον Χατζιδάκι κι από κοντά τους κι εγώ, μιλώντας μέχρις αργά για τις λεπτομέρειες της δουλειάς, στον «Μαγεμένο Αυλό», το μόνιμο στέκι του στην πλατεία Προσκόπων. Ήταν πάντοτε φρεσκοξυρισμένος και φορούσε την αγαπημένη του κολώνια «Vetiver» του «Guerlain». Δεν επέτρεπε ποτέ να πληρώσουμε το παραμικρό. Εκτός ημών, κόσμος πολύς περνούσε για λίγο ή για περισσότερο να τον δει με κάποιο αίτημα και όλοι τους ανεξαιρέτως, ως δικοί του «καλεσμένοι». Έτσι ήταν, ανοιχτοχέρης και υποδειγματικός οικοδεσπότης. Τότε, εκείνο το διάστημα είδα να ξεδιπλώνει μία μία τις πτυχές της γοητείας του, κάτι μοναδικό που, ποτέ πριν και ποτέ μετά, δεν συνάντησα στην ζωή μου. Το χιούμορ, η ευστροφία του, οι σπουδαίες γνώσεις του – κι όχι μόνον περί τα μουσικά – το κριτικό πνεύμα του, η αγάπη του για την ζωή, το αλάνθαστο ένστικτό του για τους ανθρώπους γύρω του, η μοναδική ευαισθησία του, όλα σ’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν εξαίρετα κι ομολογώ ότι με είχαν εντυπωσιάσει, ίσως και περισσότερο από πριν, όταν τον «γνώριζα» αποκλειστικά μέσα από τα σπουδαία τραγούδια του. Απαιτούσε να του μιλάμε στον ενικό και να τον προσφωνούμε με το μικρό του όνομα. «Το Μάνος σκέτο είναι αρκετό, φτάνει και περισσεύει. Με τον πληθυντικό με κάνετε να νοιώθω ότι είμαι μεγάλος» μας έλεγε. Ένας συνομήλικός μας έφηβος, αυτό ήθελε να είναι και με τον τρόπο του ήταν.

Συχνά μας καλούσε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στο σπίτι του, εκεί κοντά στην Ρηγίλης. Υπήρξαν και φορές που κάθησε στο πιάνο για να μας παίξει κάποια τραγούδια που είχε ετοιμάσει, περιμένοντας ν’ ακούσει τις εντυπώσεις μας, ποιος αυτός, ο Μάνος Χατζιδάκις! Ένα βράδυ βρεθήκαμε, όλως εκτάκτως, στο τσαρδί του Παυριανού και του Λέκκα στο Κουκάκι (Πινότση 13). Ήταν καλεσμένος τους για φαγητό. Κατέφθασε με τον τραγουδιστή Στέλιο Μαρκετάκη με τον οποίο θα ηχογραφούσε τα τραγούδια «Για την Ελένη». Επρόκειτο για ένα νεαρό, πολύ όμορφο αγόρι. Αφού φάγαμε, μας πρότεινε με φιλοπαίγμονα διάθεση να σκαρώσουμε, έτσι προς διασκέδαση, ένα δικής του έμπνευσης παιχνίδι που του έδωσε πρόχειρα το όνομα «Καλλιστεία Αρρένων». Ήταν απλό, τα τέσσερα αγόρια της παρέας θα έπρεπε ημίγυμνα να παρελαύνουν ένα – ένα ενώπιόν του κι εκείνος, ως μονομελής κριτική επιτροπή, θα μας βαθμολογούσε. Ομολογώ ότι αρχικά υπήρξε ένας ενδοιασμός εκ μέρους μας, εκφράσαμε ομαδικώς τις αντιρρήσεις μας, αλλά τελικά εκάμφθημεν. Κι ο λόγος για τους τρεις, τουλάχιστον εκ των τεσσάρων υποψηφίων, ήταν απλός. Θα είχαμε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να παρατηρήσουμε γυμνό τον νεαρό Στέλιο, όσο για τον ίδιο τον Μαρκετάκη, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, ποιο τελικά ήταν το κίνητρο της συμμετοχής του. Νικητής αυτού του ιδιότυπου ερωτικού διαγωνισμού ή παιχνιδιού, αν προτιμάτε, δεν υπήρξε. Και οι τέσσερις συμμετέχοντες ισοψηφίσαμε!

Η επίσημη πρώτη και των δύο παραστάσεων δόθηκε στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού. Εγώ με τον Θοδωρή Αραβάνη, έναν άλλον φίλο, ήμασταν οι βοηθοί του Σπαθάρη, κρατούσαμε τις απαράμιλλες δερμάτινες φιγούρες του. Ο Χατζιδάκις ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα, του άρεσε πολύ. Μετά το πέρας, μας κάλεσε όλον τον θίασο και όχι μόνον, για φαγητό σε μια ταβέρνα, στου Καραβίτη αν θυμάμαι καλά. Κι εκεί έγραψε στο περιθώριο μιας παρτιτούρα της μουσικής του Λέκκα για τους «Βατράχους» ένα εγκωμιαστικό σχόλιο για τον Παυριανό και λίγο πιο κάτω το εξής: «Χαρά στους βοηθούς σου που είναι χάρμα οφθαλμών κι ελπίδα μιας ιδιωτικής συνάντησης». Μετά από λίγο ζήτησε το λευκό εσωτερικό χαρτί από την κασετίνα των τσιγάρων μου και σημείωσε κάτι. Φεύγοντας το έβαλε διακριτικά στο χέρι μου. Όταν το διάβασα αργότερα κατά μόνας, διαπίστωσα πως επρόκειτο για ραβασάκι, ίσως το πιο τρυφερό κι ερωτικό σημείωμα που έλαβα ποτέ. Ακόμα υπάρχει φυλαγμένο και παραμένει μυστικό. Την  επομένη που τον πήρα τηλέφωνο, βρήκα κάποιο πρόσχημα κι όσο πιο διακριτικά μπορούσα, απέφυγα την πρότασή του να συναντηθούμε. Εκείνος κατάλαβε. Αλλά ποτέ δεν μου έδειξε, ούτε με άφησε να νιώσω ότι μου χρέωσε εκείνη την άρνηση. Έκτοτε δεν υπήρξε από μέρους του παρόμοια κίνηση, ούτε ως υπαινιγμός. Το θέμα αυτό είχε λήξει δια παντός.

Τον  Σεπτέμβριο του 1980 υπέβαλα την δική μου πρόταση εκπομπής στο Τρίτο. Επέλεξα το βιβλίο «Απομνημονεύματα» του Σωτήρη Σπαθάρη, ένα πόνημα ισάξιο σχεδόν με το ανάλογο του Στρατηγού Μακρυγιάννη, να το διαβάζει ο γιος του Ευγένιος Σπαθάρης. Είχα ζωηρές επιφυλάξεις αν θα γίνει δεκτή η πρόταση. Ήμουν πολύ νέος και σχετικά άπειρος. Κι όμως η πρόταση πέρασε. Η απόφαση του Χατζιδάκι ανακοινώθηκε σε μένα, από τον Γιώργο Κουρουπό, «το δεξί του χέρι» στο Τρίτο. Ήμουν πανευτυχής! Επωμιζόμουν βέβαια μεγάλη ευθύνη και το ήξερα. Ευτυχώς στάθηκα αντάξιος της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών του. Η εκπομπή μου είχε επιτυχία. Ο αυστηρός κριτικός ραδιοφώνου Μηνάς Χρηστίδης έγραψε στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια. Ενδιάμεσα έκανα κι άλλες μεμονωμένες εκπομπές, διάφορα αφιερώματα όπως στο Θέατρο Τέχνης ή στον διάσημο Τούρκο τραγουδιστή Zeki Muren, επιλέγοντας ως ημέρα μετάδοσης την 25η Μαρτίου! Ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ τηλεφώνησε έξαλλος στον Διευθυντή του Τρίτου. «Πώς είναι δυνατόν ν’ ακούγονται από το κρατικό ραδιόφωνο τούρκικοι αμανέδες την ημέρα της Εθνικής Παλιγγενεσίας κύριε Χατζιδάκι; Είναι ανήκουστο! Απαιτώ την διακοπή της μετάδοσης τώρα». Η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής: «Λυπάμαι κύριε υπουργέ, αλλά δεν επεμβαίνω ποτέ στο έργο των συνεργατών μου. Η εκπομπή θα μεταδοθεί μέχρι τέλους!». Ανάλογη αντίδραση είχε και λίγο αργότερα, όταν το απόγευμα της Μ. Παρασκευής μεταδόθηκε ένα κάπως τολμηρό διήγημα του Γιώργου Ιωάννου με τον τίτλο «Επιτάφιος Θρήνος» διαβασμένο από τον συγγραφέα. Σπάσανε τα τηλέφωνα από δήθεν αγανακτισμένους ακροατές και εξοργισμένους κληρικούς για την απαράδεκτη ιεροσυλία του παραγωγού. Όλα αυτά εγώ τα μάθαινα μέσω άλλων, ποτέ από τον ίδιο, ο οποίος να το πούμε κι αυτό, έδειχνε να απολαμβάνει την υστερία που πάθαιναν κάθε τόσο οι «καθώς πρέπει» ακροατές μας και αρκετοί άνδρες του πολιτικού προσωπικού της Χώρας.

Στην συνέχεια πρότεινα το μυθιστόρημα «Ο Λούσιας» του Νίκου Χουλιαρά στην δική του ανάγνωση. Έφτασε μια φράση του ήρωα να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Ο συγγραφέας, παρά τις πιέσεις μου, αρνείτο να την παραλείψει, θεωρώντας ότι είναι καθαρή λογοκρισία. Ο δε Κουρουπός όταν ενημερώθηκε έγκαιρα από μένα, απάντησε «καλά, άστο, δεν πειράζει». Τελικά οι ανησυχίες μου ήταν βάσιμες. Μόλις μεταδόθηκε το συγκεκριμένο επεισόδιο έγινε ο κακός χαμός, πρωτοστατούντος του τότε Υπουργού Προεδρίας, του Παναγιώτη Λαμπρία αν δεν κάνω λάθος. Είχαν προλάβει όχι μόνο να τα  παραφουσκώσουν οι καλοθελητές πληροφοριοδότες του, αλλά και να παραποιήσουν το επίμαχο μικρό απόσπασμα. Αυτός λοιπόν, ζήτησε την κεφαλήν του Χατζιδάκι επί πίνακι. Του τα είχαν μαζεμένα από καιρό, τον είχαν στοχοποιήσει διάφορα «κέντρα εξουσίας». Τα σχόλια κάθε Κυριακή μεσημέρι του Χατζιδάκι ήταν κάρφος στους οφθαλμούς τους. Ακόμη και μια μερίδα δημοσιογράφων ήταν εναντίον του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Όλο το πολιτικό φάσμα της Χώρας ήταν εχθρικό και κυρίως το άθλιο σύστημα του αυριανισμού που τον πολεμούσε με τον πιο χυδαίο τρόπο. Το ποτήρι ήταν γεμάτο ως επάνω και με την φράση του Λούσια – δυο τρεις αράδες ήταν που περιέγραφε ο μειωμένης αντίληψης ήρωας του βιβλίου τον αυνανισμό του και μάλιστα χωρίς να τον ονοματίζει – ξεχείλισε… Πρωτοσέλιδο έβγαλαν το θέμα κάποιες εφημερίδες της δεξιάς και  όχι μόνον, μιλώντας για ανοσιούργημα και διαφθορά των χρηστών ηθών! Τα πράγματα έμοιαζαν σκούρα. Ο Χατζιδάκις με κάλεσε στον «Μαγεμένο Αυλό» να συζητήσουμε το πρόβλημα και να του εξηγήσω από πρώτο χέρι, τι ακριβώς έχει συμβεί. Αφού με άκουσε προσεκτικά μου ζήτησε να τον διαβεβαιώσω ρητώς, ότι στην περίπτωση που μ’ ενοχλήσουν οι δημοσιογράφοι θα τους παραπέμψω σ’ εκείνον, δίχως να τους πω το οτιδήποτε σχετικό με την υπόθεση. Και ότι ως διευθυντής του Τρίτου αναλαμβάνει, προσωπικά ο ίδιος, ακεραία την ευθύνη.

Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο Χατζιδάκις που γνώρισα με το μικρό όνομα Μάνος.

 

Στην ακριβή μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι

Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994

 

Η φωτογραφία του Μ.Χ. είναι από το αρχείο του Γιώργου Χατζιδάκι -Θεοφανόπουλου