Με τον Γούφα γίναμε φίλοι τέλος του 1965, άρα υπήρξε και διάστημα ετών 17 όπου ο ένας αγνοούσε τον άλλον. Όπως για την αντίστοιχη νεκρά περίοδο του Σβάρτσιχ, αγνοούσα πως ο φίλος μου ήταν μανιώδης ερασιτέχνης αστρονόμος. Για τον Γούφα δεν ήξερα πως αγαπούσε τους χαρταετούς, το ψάρεμα και τα επιτραπέζια παιχνίδια. Να τα φτιάχνει δηλαδή, όχι μόνον να τα παίζει.
Μαζί εντρυφήσαμε στον βίο του Λώρενς Χάργκρηβ, που ανέβασε χαρταετό ειδικής διατομής, ξεπερνώντας το απλό και διπλό κουτί με το οποίο οι Κινέζοι από τον 18ο αιώνα ανέβαζαν παρατηρητές σε πολιορκίες, αλλά και οι Κομμουνάροι στο Παρίσι έβλεπαν τους Πρώσσους να ανεβαίνουν σε παρόμοια αερόκουτα και τους τουφέκαγαν ανεπιτυχώς. Παλέψαμε να φτιάξουμε έναν, αλλά μας έλειπαν τα μέσα. Η μπάλσα έσπαγε, άνκαι ελαφρή, τα πλαστικά δικτυώματα ήταν πανάκριβα και εντέλει βαρειά. Απεναντίας, στο ψάρεμα ταιριάξαμε ειδικά κουταλάκι και συρτή, ενώ το 1984 νομίζω στείλαμε το εμπόριο το επιτραπέζιο παιχνίδι “Ειρήνη και Αφοπλισμός” που το επιμελήθηκε περισσότερο ο ίδιος, ήταν σύνθετη μορφή του Ρισκ, δεν υπήρχε κυρίαρχο πιόνι, αλλά επειδή στόχος του παιχνιδιού ήταν η παγκόσμια ύφεση και ειρήνη, ήταν πανέυκολο να χάσεις, ακόμη κι αν ο νικητής δεν ήξερε πως νίκησε. Νομίζω πως πούλησε ίσαμε δύο τεμάχια. |
Λαχταρούσαμε έναν Χάργκρηβ ενώ Καθαρή Δευτέρα του 1983, ανεβάσαμε έναν κλασικό δύο μέτρων διαμέτρου στις Νυμφόπετρες με καλούμπα πάνω από ένα χιλιόμετρο. Ο αετός βαρύς και πολύ χαμηλά, λόγω του γαμημένου βάρους του σπάγκου, πέταγε βόρεια-δυτικά από τις Νυμφόπετρες στο παλιό χωριό, που ήταν επί πολλά χρόνια πεδίο βολής. Στο μισό περίπου ύψος από τις επιτυχίες του Χάργκρηβ πρίν έναν και βάλε αιώνα.
Αναρίθμητες προσπάθειες, απόπειρες, σπασμένα σκελετά. Ο Γούφας το προχώρησε πολύ. Αλλά στο τέλος καταλήξαμε στον κλασικό χαρταετό, μόνον με πιο δυνατά και ελαφρά υλικά.
Αυτό το μέγεθος πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο που κατάφερε ο Γούφας, αρχές του 1985. Στο Μπογιάτι. Έως τότε έγιναν τα εξής. Το καλυπτικό υλικό ήταν ανοιγμένες λεπτές μαύρες σακούλες σκουπιδιών και κόλλα ούχου. Μπαμπού τα βασικά τρία, αλλα με σπέσιαλ “τρισδιάστατες” ενισχύσεις γόμφων (γι’ αυτό του Ψωμιάδη του σπάει αμέσως ― δεν ξέρει) και ουρά πάνω από 15 μέτρα και πολύ θυσανωτή. Γρήγορα καταλάβαμε ότι το κόλπο ήταν να ανεβάζουμε τον αετό με την βοήθεια αυτοκινήτου, αλλά δεν είχαμε ποτέ αργάτη. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν με έναν δυάρη, μαύρον, στο κτήμα του Καραγκιόζη της Επανομής, όπου ο Γούφας τον γέμισε με φωσφορίζοντα φωτάκια που αγοράσαμε από την έκθεση του 1984 και ενώ καθήμεθα με παρέες έκφυλες και ολόγυμνες, κατάφερε ο τρελάκιας και ανέβασε τέτοιον αετό από το απόλυτο σκοτάδι, μέσα από τη θάλασσα, από τα ρηχά. Ήταν ένα σπάνιο θέαμα που έφερε μετά πολλήν την ηδονήν. Διότι ο Γούφας, ξέχασα να το είπω, δούλευε αυταίς ταις εργολαβίαις (=φλερτ) ώσπερ χασαπάκι του Βαμβακάρη.
Προς το τέλος του 1985, είχαμε χαθεί και μου τηλεφώνησε. “Δεν ξέρω τι κάνεις και τι γίνεσαι” μου λέγει, “αλλά αυτό πρέπει να το μάθεις. Τα κατάφερα. Βράδυ χωρίς φεγγάρι με αυτοσχέδιο αργάτη, και πολλά, πάρα πολλά φωτάκια, ανέβασα αετό πλαστικό διαμέτρου κοντά τρία μέτρα στο Μπογιάτι, κάτω και δίπλα απο τις κεραίες. Και (σκάλωσε η φωνή του από την συγκίνηση) σήκωσαν ιπτάμενο μέσο να καταλάβουν ποιό γαμημένο Ούφο τους χάλαγε τις επικοινωνίες. Οπότε έκοψα την καλούμπα και χάθηκε ο αετός κάτω, στα χαμηλά”. “Τα κατάφερες μαλάκα, μπράβο” του λέω. “Μακάρι να μου πήγαιναν καλύτερα αυτά που δεν κατάφερα, άσε ρε μαλάκα” μου λέει.
Ακόμη και σήμερα, πιάνω τον εαυτό μου να σχεδιάζει κάποιον σύνδεσμο με οπισθέλκουσα, μήπως και ξεπεράσω τον Χάργκρηβ, πράγμα που αποκλείεται, αλλά το χούι δεν πεθαίνει.
Από το blog Petefris, 2011.