Βγαίνω μια φορά νωρίς το πρωί και μια κατά τις 7, που έχει πέσει η μαύρη νύχτα. Το πρωί το λες βαριεστημένο περίπατο, απλά παίρνω ανάσες. Το απογευματινό όμως είναι το ζωηρό, έχει μαζευτεί αρκετή πίεση, έχουν προηγηθεί αρκετά γεύματα. Ακουστικά, κουκούλα και τρεχάτε ποδαράκια μου.
Μόλις έχω βρει ρυθμό ακούω πίσω μου φωνές και ποδοβολητό και γέλια και βρισίδια ― μάσκες να ανεμίζουν σε ένα μόνο αυτί, αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, στραβοπατημένα αθλητικά, άλλοι λεπτοί σαν σπάγγοι και άλλοι ασουλούπωτοι. Ένα τσούρμο παίζει κυνηγητό. Τρέχουν σαν διάολοι, αφήνοντας πίσω αυτή τη μυρωδιά που έχουν τα αγόρια στην εφηβεία. Δεν ξέρεις αν είναι από τις κάλτσες, αν είναι οι μασχάλες, αν έρχεται από το βρακί η τα άλουστα μαλλιά. Όλα αυτά μαζί σου καίνε τα ρουθούνια. Αλλά γελάνε και λένε ο ένας τον άλλον αρχίδι και όποιος πιάσει τον άλλο, πέφτουν καρπαζιές.
Δεν ακούω μουσική. Τα καλύπτει όλα η μυρωδιά και η ζωντάνια τους. Τρέχω πίσω τους. Άλλαζα συνέχεια σχολεία, ψάχνοντας για κάτι ενδιαφέρον. Δεν είχα ποτέ σταθερές παρέες. Μου θύμισε αυτό το τρέξιμο στο προαύλιο, που έτρεχαν όλοι κι έτρεχα κι εγώ με την ίδια λαχτάρα, και ας μην γνώριζα κανέναν. Όμως τότε είμασταν όλοι παιδιά. Μας ένωνε αυτό. Πολύ γρήγορα γινόμουν ένας απο αυτούς.
Πριν λίγα χρόνια, άρχισα δειλά να γράφω. Βρέθηκα σε μια παρέα φτασμένων, χαμένων ποιητών, κάποιος είπε υποτιμητικά “Τι προσπαθείς να γίνεις; Ένας από ‘μας;” Μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει ποιοι είναι αυτοί και ποιοι εμείς. Έβαλα όση δύναμη είχα. Πρόλαβα τους 13 χρόνους μαφιόζους. Μου έκαναν χώρο. Παραβγήκαμε ως τα φανάρια. Από τα χωράφια, έτρεχαν και δυο αδέσποτα μαζί μας, γαβγίζοντας. Δεν μας έμεινε ανάσα, αλλά είχαν ακόμα κουράγιο να λένε ο ένας τον άλλο μουνί.
Σκύψαμε όλοι με τη γλώσσα έξω, όπως τα σκυλιά. Τελικά σήμερα κατάλαβα ποιοι είμαστε εμείς.